Ο ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ ΤΟΥ ΣΚΟΤΑΔΙΟΥ
Δεν θα ήθελα με τίποτα να αναφερθώ σε εκείνα τα φρικτά γεγονότα που έλαβαν χώρα στο δάσος , την νύχτα με τους κεραυνούς , τα αστραπόβροντα και την βροχή που έπεφτε με μανία επάνω μου. Αλλά αποφάσισα να τα γράψω , μιας και ήθελα να ενημερώσω τους ανθρώπους. Γιατί το τέλος είναι πολύ κοντά.
Ήμουν από μικρό παιδί φυσιολάτρης. Και μεγαλώνοντας ασχολήθηκα με πολλά αθλήματα. Με κέρδισε η πεζοπορία και ευτυχώς η δουλειά μου ήταν ευέλικτη , μιας και ήμουν προγραμματιστής σε μια εταιρία που πουλούσε και κατασκεύαζε υπολογιστές. Τα Σαββατοκύριακα ήταν πάντα δικά μου και συνήθως πήγαινα στον Όλυμπο. Και αρκετές φορές μαζί με τον φίλο μου τον Μάκη. Ο Όλυμπος είναι ένα δύσκολο βουνό με διαδρομές και για αρχάριους φυσικά, και για έμπειρους σαν εμένα και τον Μάκη. Και είχε και αρκετά καταφύγια , όπου μπορείς να μένεις το βράδυ και να κοιμηθείς, αλλά και να φας. Κάποια ήταν πολυτελέστατα.
Ήμουν πάντα πολύ προσεχτικός με τις πεζοπορίες στα βουνά. Δεν ρίσκαρα ούτε με τον καιρό, ούτε με τις άγνωστες διαδρομές . Ο Μάκης όμως ήθελε να πάμε για πεζοπορία σε μια διαδρομή στην οποία δεν είχα πάει ποτέ μου. Και ο μήνας που διάλεξε για να πάμε εκεί ήταν Απρίλιος Ένας μήνας που δεν ήταν συμβατός με ότι ήμουν συνηθισμένος όλα αυτά τα χρόνια. Όπως ήταν γνωστό οι σωστοί μήνες για τον Όλυμπο ήταν από τον Μάιο ως και τον Οκτώβριο. Η αλήθεια είναι πως ακόμα και τώρα δεν ξέρω τον λόγο που συμφώνησα να πάω για πεζοπορία μαζί του. Μάλλον είχα κουραστεί από την δουλειά και συνάμα ήθελα να αναπνεύσω τον καθαρό αέρα του βουνού. Αλλά ο Μάκης μου είπε
-Μωρέ τι 30 Απριλίου τι πρώτη Μαΐου;
Και είχε δίκιο. Εμείς θα πηγαίναμε στις 30 Απριλίου και ουσιαστικά έμπαινε ο Μάιος οπότε ήμασταν μέσα στα χρονικά όρια για το βουνό. Ο Μάκης είχε επιλέξει την διαδρομή Λιτόχωρο –Πριόνια Α’ Λούκι –Μύτικας. Και έτσι με το τζιπ μου φτάσαμε στο Λιτόχωρο και μετά τα τελευταία σπίτια αφήσαμε εκεί το αμάξι και ξεκινήσαμε την πεζοπορία μας , από την είσοδο του μονοπατιού στον Εθνικό Δρυμό του Ολύμπου. Ανηφορίσαμε στις πλαγιές της Γκόλνας , μέσα από το δάσος και με την θέα του Ενιπέα και της Ζηλνιάς απέναντι μας. η ανηφόρα ήταν στα 600 μέτρα, και μετά το μονοπάτι κατεβήκαμε στον Ενιπέα. Συνεχίσαμε και φτάσαμε στο παλιό μοναστήρι του Αυγουστίνου και ξεκουραστήκαμε για λίγο πίνοντας δροσερό νερό από την πηγή. Μετά πήραμε ξανά τον δρόμο και φτάσαμε στα Πριόνια. Ήταν μεσημέρι οπότε καθίσαμε και φάγαμε στο εστιατόριο εκεί.
.
.
Ο καιρός ήταν κάπως άστατος. Αν και η πρόγνωση των μετεωρολόγων έλεγε πως θα είχε σύννεφα και ψύχρα , εντούτοις εγώ έβλεπα πως το πήγαινε για βροχή. Και βροχή στον Όλυμπο σήμαινε , βροντές , αστραπές και έντονα καιρικά φαινόμενα. Κάτι που ήθελα να αποφύγω σα τρελός. Έτσι πρότεινα στον Μάκη μετά το φαγητό να κατηφορίσουμε και να πάμε στο Λιτόχωρο για να φύγουμε. Ο Μάκης όμως επέμενε να πάμε προς τις πηγές του Ενιπέα μετά την ξυλογέφυρα και να ανηφορίσουμε προς ένα όμορφο δάσος οξιάς. Ήθελε να το δει. Και άλλωστε δεν ήταν μακριά. Το απόγευμα θα γυρνούσαμε στο Λιτόχωρο. Αποφάσισα να του κάνω το χατίρι ,αλλά μέσα μου με έτρωγαν τα φίδια.
Ο καιρός μετά τα Πριόνια άρχισε να μαζεύει σύννεφα, όλο και πιο πολλά. Όταν φτάσαμε στο δάσος άρχισε το ψιλόβροχο. Ευτυχώς ήμασταν προετοιμασμένοι και στήσαμε γρήγορα την σκηνή μας κάτω από ένα πλάτωμα από πέτρες. Μπήκαμε μέσα και αμέσως άρχισε να βρέχει με μανία.
Ήταν αυτό που ήθελα να αποφύγω. Το φως του ήλιου που ήταν αδύναμο όλη την ημέρα , σε λίγο θα άφηνε τα εγκόσμια ,και εμείς θα μέναμε σε εκείνο το δάσος μέσα στη νύχτα, έρμαιο στα καιρικά φαινόμενα. Η σκηνή θα μας προστάτευε και είχαμε τα πάντα σε περίπτωση που θα φεύγαμε την άλλη μέρα. Νερό και φαγητό. Τους υπνόσακους μας και ζεστά ρούχα. Αλλά κάτι μέσα μου δεν με άφηνε να ησυχάσω. Είχα μια έντονη ανησυχία πως κάτι κακό θα μας έβρισκε. Ο Μάκης δεν συμμεριζόταν τις ανησυχίες μου. Μάλιστα του άρεσε όλη αυτή η περιπέτεια που ζούσαμε. Και είχε ένα μόνιμο χαμόγελο ικανοποίησης. Δυστυχώς για εκείνον δε θα κρατούσε πολύ.
Όπως είπα και πιο πάνω η βροχή μας έπιασε στις πέντε το απόγευμα και μείναμε στην σκηνή προστατευμένοι. Κοιμηθήκαμε κάποιες ώρες και όταν άνοιξα τα μάτια μου το ρολόι στο δεξί μου χέρι έλεγε δέκα το βράδυ. Ο Μάκης ροχάλιζε όταν αποφάσισα να ανοίξω την πόρτα της σκηνής και να κοιτάξω με το φακό μου έξω. Η βροχή ήταν πιο ήπια τώρα , αλλά στον ουρανό τα αστραπόβροντα συνεχίζονταν με αμείωτο ρυθμό. Και μετά από ένα δυνατό κεραυνό που φώτισε το απέραντο σκοτάδι, είδα καθαρά ένα άντρα να στέκεται μακριά μου, κάτω από ένα δέντρο. Έριξα το φως από τον δυνατό φακό μου επάνω του. Δεν έδειξε να τον ενοχλεί , και είδα καθαρά πως ήταν ψηλός και πολύ αδύνατος. Άρχισε να έρχεται προς το μέρος μου , και σκούντησα τον Μάκη , για να ξυπνήσει.
-Τι έγινε ρε;
-Ένας άγνωστος άντρας έρχεται προς εμάς. Ξύπνα γιατί μου φαίνεται περίεργο με αυτόν τον κατακλυσμό στο βουνό, να υπάρχει άτομο έξω και χωρίς τα απαραίτητα εφόδια .
Του απάντησα χαμηλόφωνα. Ο Μάκης έτριψε τα μάτια του και κοίταξε έξω . Ο άγνωστος άντρας μας είχε πλησιάσει αρκετά πια. Είδα καθαρά πως ήταν σκουρόχρωμος με μαύρα έξυπνα μάτια και φορούσε ρούχα μαύρα.
-Καλησπέρα σας. Συγνώμη που σας ενοχλώ. Αλλά θα μπορούσα να ξαποστάσω για λίγο στη σκηνή σας; Με λένε Νάσο και χάθηκα από την ομάδα μου.
Μας είπε πολύ φιλικά. Δεν μπορούσαμε να του αρνηθούμε την φιλοξενία και έτσι μπήκε στη σκηνή μας. Είχαμε ανάψει τις επαναφορτιζόμενες λάμπες μας και η σκηνή είχε αρκετό φως. Του προσφέραμε νερό και λίγο από το φαγητό μας. Σάντουιτς με γαλοπούλα και ντομάτα. Τα έφαγε με χαρά και ξέροντας πως σίγουρα θα θέλαμε να μάθουμε για το πώς ξέμεινε στο δάσος άρχισε να μας λέει την ιστορία του.
-Ήμουν με μια ομάδα πεζοπόρων και είχαμε πει να πάμε στο καταφύγιο του Μύτικα. Ξεκινήσαμε το πρωί αλλά δεν ξέρω ,σίγουρα φταίει το ξερό μου το κεφάλι ήθελα να εξερευνήσω και άλλη διαδρομή. Πέντε άτομα ήμαστε στην ομάδα , αλλά εγώ ήρθα πρώτη φορά εδώ. Παρασύρθηκα από την ομορφιά και τα τοπία. Δε μπορούσα να σταματήσω να τα τρώω όλα με τα μάτια μου. Όταν φτάσαμε στον ποταμό Ενιπέα τρελάθηκα. Ήθελα να μείνω εκεί για ώρες. Τους παρακάλεσα να με αφήσουν να χαρώ το τοπίο. Πίστευα πως με τα κινητά τηλέφωνα θα τους έβρισκα , αν και εκείνοι μου είπαν πως εδώ δε πιάνει σήμα. Αλλά μου είπαν πως σε μια ώρα θα γυρνούσαν να με έπαιρναν μαζί τους. Έλα όμως που εγώ δεν έμεινα εκεί; Ξεκίνησα να προχωρώ στο δάσος και χάθηκα τελείως. Μετά έπιασε αυτή η καταραμένη η βροχή και πανικοβλήθηκα. Ευτυχώς , που με το φως των αστραπών κατάφερα να δω την σκηνή σας. Άλλωστε είχατε και ένα αχνό φως εδώ μέσα οπότε και το είδα. Ήμουν πολύ τυχερός. Μας είπε και ξάπλωσε για λίγο.
.
.
Τον κοιτούσα με μια δόση καχυποψίας. Ο άνθρωπος που χάνετε στο βουνό είναι ταλαιπωρημένος. Έχει μια όψη πανικόβλητη , γιατί στο αχανές σκοτάδι μπορεί να του επιτεθεί κάποιο άγριο ζώο, να πέσει και να σπάσει κανένα πόδι η χέρι από την στιγμή που περπατά στα τυφλά. Και το κυριότερο; Δεν ήταν βρεγμένος. Γιατί δεν ήταν; Αυτό το γεγονός με τρομοκράτησε . Ποιόν είχαμε βάλει στη σκηνή μας; Εκείνος βυθίστηκε σε έναν βαθύ ύπνο το ίδιο και ο Μάκης και έμεινα μόνος με τον φόβο να με έχει μουδιάσει.
Ξάπλωσα και εγώ αλλά δε μπορούσα να κοιμηθώ. Η βροχή είχε σταματήσει, και γύρω στις έντεκα και μισή ο άγνωστος άντρας ξύπνησε. Με ρώτησε αν βρέχει ακόμα και του είπα όχι.
-Τότε εγώ θα φύγω. Θα περπατήσω να βρω τους φίλους μου.
Είπε και σηκώθηκε. Είδα τότε ένα φως να υπάρχει στα σωθικά του. Έκανα πως δε το πρόσεξα αλλά είχα τρομοκρατηθεί. Ήταν άνθρωπος η στοιχειό του δάσους; Ο Μάκης ξύπνησε και αυτός.
-Φεύγω, σας ευχαριστώ για την φιλοξενία. Μας είπε ευγενικά.
-Που θα πας άνθρωπε μου ,μέσα στη νύχτα; Δε φοβάσαι; Κάτσε να ξημερώσει και φεύγουμε όλοι μαζί. Του είπε ο φίλος μου.
-Όχι , ξεκουράστηκα και είμαι όλος ενέργεια. Του απάντησε.
-Τότε επέτρεψε μου να έρθω μαζί σου, Δεν έχεις ιδέα από τις διαδρομές. Έχω μαζί μου πυξίδα και το καταφύγιο του Ζολώτα είναι περί την μια ώρα δρόμος. Του απάντησε ο Μάκης και εγώ απλά έμεινα κάγκελο.
-Μάκη τι λες; Με αυτό τον καιρό και με μια ακόμα ανάβαση μέσα από το δάσος και σε ύψος 2060 μέτρα που είναι το καταφύγιο δεν υπάρχει περίπτωση να το προσεγγίσετε με ασφάλεια. Ο καιρός είναι άστατος. Και οι δυο σας διατρέχετε μεγάλο κίνδυνο.
Τους είπα , πιο πολύ για να προστατέψω τον Μάκη. Αυτός ο Νάσος, αν τον έλεγαν έτσι μου προκαλούσε τρόμο. Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση ο φίλος μου να ξεμείνει μαζί του. Ο Μάκης όμως είχε πάρει την απόφαση του. Δεν θα πήγαινα μαζί τους. Προτιμούσα την ασφάλεια της σκηνής. Και έτσι τους άφησα να φύγουν οι δυο τους λέγοντας τους πως το πρωί θα πήγαινα και εγώ στο καταφύγιο και μετά θα φεύγαμε για το Λιτόχωρο.
Έφυγαν με τους φακούς να φωτίζουν το αχανές μαύρο σκοτάδι και εγώ να τους κοιτώ από την σκηνή , ενώ ο τρόμος με είχε καταρρακώσει.
Μισή ώρα όταν το ρολόι έδειχνε δέκα λεπτά μετά τις δώδεκα το βράδυ η ανησυχία μου για τον Μάκη με έκανε να πάρω την απόφαση να τους ακολουθήσω. Άφησα την σκηνή πίσω μου , καθώς ήμουν ντυμένος με το σκούφο στο κεφάλι μου, τις μπότες μου και το ζεστό μου μπουφάν. Είχα στη πλάτη το σακίδιο μου και το φακό στο ένα μου χέρι. Ο ουρανός ήταν μαύρος. Φαινόταν καθαρά πως θα έβρεχε σύντομα. Κοίταξα τη διαδρομή στο χάρτη. Εμείς βρισκόμασταν στο δάσος με τις οξιές και έπρεπε να προχωρήσω ανηφορίζοντας , προς το ρέμα του Μαυρόλογγου βόρεια. Και το έκανα όσο πιο γρήγορα γινόταν , γιατί δε μπορούσα να ηρεμήσω. Η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπά όταν φτάνοντας στο ρέμα , άκουσα μια περίεργη μουσική από αυλούς. Μια αστραπή που έπεσε στην απέναντι πλευρά φώτισε μια ομάδα γυναικών να χορεύει γύρω από μια φωτιά.
Ξάπλωσα κατάχαμα στο ποτισμένο χώμα και κρύφτηκα πίσω από μια συστάδα από μαυρόπευκα. Εκεί δίπλα από τις γυναίκες που ήταν γυμνές είδα τον φίλο μου τον Μάκη και δίπλα του τον Νάσο να τον κρατά αγκαλιά. Γελούσαν και έπιναν όπως είδα , την ώρα που οι γυναίκες σταμάτησαν τον χορό και άρχισαν να μιλούν με μια άγνωστη διάλεκτο. Και τότε ο άγνωστος εκείνος ξερακιανός άντρας άρχισε να φωτίζεται με ένα εσωτερικό φως. Ίδιο με εκείνο που είχα δει και εγώ πριν λίγες ώρες στη σκηνή μας. Αστραπές και βροντές ξέσπασαν την ώρα που οι μάγισσες, γιατί τέτοιες ήταν έλεγαν δυνατά:
ΝΥΑ, ΝΥΑ , ΝΥΑΡΛΑΘΟΤΕΠ , ΓΚΙΑ, ΦΤΑΓΚ ,SHUB – NIGGURATH …. AZATHOTH. ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΟΔΗΓΗΣΕΤΕ ΤΟΝ ΥΠΟΨΗΦΙΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΜΑΥΡΟ ΘΡΟΝΟ.
Και τότε ο Νάσος η το πράγμα που λεγόταν Νάσος άλλαξε μορφή. Έγινε ψιλός ως ένα δέντρο, το κεφάλι του μεγάλωσε , έβγαλε νύχια και δόντια κοφτερά και τα μάτια του έγιναν σαν δυο κόκκινα κάρβουνα. Ο Μάκης έβγαλε μια κραυγή , που θα την θυμάμαι μέχρι να πεθάνω. Ούρλιαζε καθώς ο αέρας φυσούσε σα τρελός και η θερμοκρασία είχε πέσει υπό το μηδέν μέσα σε δευτερόλεπτα. Μια μαύρη μορφή με κέρατα και σχήμα κατσίκας ήρθε μέσα από τα πεύκα και οι μάγισσες έπεσαν σε έκσταση καθώς άφριζαν και σύριζαν σα τα φίδια στο χώμα. Το ουρλιαχτό του Μάκη συνεχιζόταν , καθώς έβλεπε με τα ίδια του τα μάτια την φρίκη , στην οποία είχε πέσει. Το πράγμα που λεγόταν Νάσος τον πήρε στα χέρια του και τον έκοψε στα δυο, λες και ήταν μια σελίδα χαρτί. Το πάνω του μέρος το έριξε στο πλάσμα που οι μάγισσες αποκάλεσαν μαύρη αίγα. Και το υπόλοιπο σώμα το έδωσε σε ένα άμορφο πλάσμα στρογγυλό ντυμένο με πολλά στόματα, γεμάτα κοφτερά δόντια , που προσφώνησε ΑΖΑΘΟΘ. Εκείνο καθόταν επάνω σε ένα θρόνο φτιαγμένο από νεκροκεφαλές. Και κρατούσε ένα μαύρο βιβλίο.
Η βροχή ξέσπασε αυτή τη φορά με δύναμη. Ο αέρας ερχόταν με ριπές και το κρύο ήταν αβάσταχτο. Θα πρέπει να λιποθύμησα, γιατί όταν ξύπνησα ο ήλιος είχε ανέβει στον ουρανό και τα πάντα ήταν όπως έπρεπε να είναι. Τα πουλιά να κελαηδούν, η φύση να ανασαίνει τα έντομα να ζουζουνίζουν. Κοίταξα απέναντι μου. Εκεί που την προηγούμενη νύχτα είχα ζήσει μια κόλαση. Η μάλλον ζούσα την κόλαση. Δεν υπήρχε τίποτα. Έτρεξα και πήγα προς τα εκεί. Έφτασα και δεν είδα τίποτα. Ούτε ίχνη από την φωτιά, ούτε αίμα από τον άτυχο φίλο μου, ούτε μάγισσες, ούτε το πλάσμα που τον έλεγαν Νάσο. Τίποτα. Ούτε η μαύρη γαία ήταν εκεί. Ούτε ο ΑΖΑΡΟΘ. Και τότε τι; Τα είχα ονειρευθεί όλα αυτά; Όλη εκείνη την φρίκη ; Τα τέρατα; Τις επικλήσεις; Όλα ήταν ένα όνειρο; Και τότε που ήταν ο Μάκης;
.
.
Γύρισα πίσω στη σκηνή μας. Την μάζεψα, πήρα και τον σάκο του Μάκη και κατέβηκα στο Λιτόχωρο. Πήρα το τζιπ και δήλωσα την εξαφάνιση του στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής. Τους εξήγησα τι είχε συμβεί , πως πήγε να βοηθήσει έναν κύριο που είχε χαθεί, και τελικά , χάθηκε και εκείνος. Τι να τους έλεγα; Για ότι είχα ζήσει; Θα με περνούσαν για τρελό.\
Έφτασα στην Αθήνα και στο διαμέρισμα μου κατάκοπος , αλλά με περιέργεια για τα γεγονότα. Και επειδή θυμόμουν τα ονόματα έψαξα στο Γκούγκλ. Και εκεί βρήκα τις απαντήσεις σε ότι τρελό είχα ζήσει. Ο Νάσος, ήταν ένα πλάσμα που στην μυθολογία Κθούλου , την οποία την δημιούργησε η φαντασία του συγγραφέα Φίλιπς Χάουαρντ Λάβκραφτ , ήταν ο ΝΥΑΡΛΑΘΟΤΕΠ ο άνθρωπος με τις χίλιες μορφές. Ο αγγελιοφόρος των μεγάλων Παλαιών. Πλάσματα που κατείχαν την γη πριν χιλιάδες χρόνια και ήταν κακόβουλες οντότητες. Και ο ΝΥΑΡΛΑΘΟΤΕΠ έβγαινε την νύχτα της ΒΑΛΠΟΥΡΓΙΑΣ Ν ΥΧΤΑΣ η οποία είναι μεταξύ 30 Απριλίου και 1 Μαΐου. Εμφανίστηκε εκείνη την νύχτα της 30 Απριλίου μέσα στο βουνό. Μαζί με τις μάγισσες , τις οποίες είδα ,συγκεντρώνονται στα δάση και οργιάζουν καλώντας την ΜΑΥΡΗ ΑΙΓΑ την SHUB NIGGURATH. Τότε ο ΝΥΑΡΛΑΘΟΤΕΠ θα πάει το υποψήφιο θύμα του μπροστά στον ΑΖΑΘΟΘ και με το αίμα του θα γράψει το όνομα του στο μαύρο βιβλίο. Και αυτό το είχα δει.
Σας ΤΟ ΟΡΚΊΖΟΜΑΙ δεν είχα ποτέ μου διαβάσει εκείνον τον συγγραφέα. Δεν είχα ιδέα για την λογοτεχνία τρόμου. Δεν είχα διαβάσει κανένα μυθιστόρημα η διήγημα. Πάντα διάβαζα επιστημονικά βιβλία , μελέτες και βιογραφίες. Αλλά μετά τα γεγονότα στο βουνό του Ολύμπου άρχισα να πιστεύω και στην Ελληνική μυθολογία , και διάβασα ότι είχε γράψει ο Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ, όλα του τα βιβλία και τα διηγήματα. Και ναι κάθισα και έγραψα όλα αυτά που συνέβησαν εκείνη την ΒΑΛΠΟΥΡΓΑ ΝΥΧΤΑ για να σας προφυλάξω από το κακό. Γιατί εκείνο υπάρχει. Και μη τολμήσετε να γελάσετε. Τα πλάσματα από τις άλλες διαστάσεις είναι εκεί. Χωμένα στα υγρά και σκιερά μέρη. Στους απύθμενους Ωκεανούς. Στα παγωμένα αρκτικά όρη και στις βουνοκορφές. Παρατηρούν και περιμένουν. Εσάς για να τους ανοίξετε την πόρτα. Σας παρακαλώ μη το κάνετε. Θα εισβάλουν στον κόσμο μας για να τον υποτάξουν.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ.Π.ΚΟΦΙΝΑ
(ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΧΑΟΥΑΡΝΤ, ΦΙΛΙΠΣ ΛΑΒΚΡΑΦΤ)
____________
Λίγα λόγια για την συγγραφέα