10.5 C
Greece
26 Οκτωβρίου, 2024
ΟΙ ΣΤΗΛΕΣ ΜΑΣ

“Σκοτεινά μονοπάτια”: Μικρές ιστορίες τρόμου από την Κατερίνα Κοφίνα..”Ο ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ”

Ο ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ.

Το καλοκαίρι ήταν στην κορύφωση του. Μήνας Ιούλιος  και η θερμοκρασία υψηλή. Στους 37 βαθμούς κελσίου. Η Τόνια είχε πάρει σχεδόν όλο τον μήνα άδεια και βρισκόταν στο εξοχικό μαζί με τους γονείς της. Δε χρειάστηκε να φύγει από την πρωτεύουσα για κάποιο νησί. Τα οικονομικά της δεν της έδιναν άνεση.  Αλλά το εξοχικό τους ήταν χτισμένο σε μια ειδυλλιακή  τοποθεσία μέσα στα πεύκα και λίγο πιο κάτω βρισκόταν η θάλασσα.

Όλο εκείνο το πρωινό το είχε περάσει στη βεράντα διαβάζοντας ένα αστυνομικό βιβλίο της Αγκάθα Κρίστι. Ήταν η αγαπημένη της συγγραφέας και πάντα αγόραζε οτιδήποτε δικό της. Το μεσημέρι έφαγε με τους γονείς της και ξάπλωσε λίγο. Η ζέστη ήταν μια κατάσταση που την ενοχλούσε. Μπορούσε να αντέξει το χιόνι και το κρύο. Την ζέστη όμως με τίποτα. Στις τέσσερις αποφάσισε να κατέβει στη θάλασσα. Οι γονείς της κοιμόντουσαν ακόμη και δεν ήθελε να τους ξυπνήσει. Στην παραλία είχαν μια μικρή εξωλέμβια βάρκα που από μικρή ο πατέρας της την είχε μάθει να κουμαντάρει. Μπήκε στη βάρκα και αφού την έλυσε μπήκε μέσα. Απομακρύνθηκε λίγο από την ακτή και βούτηξε για λίγο. Ανέβηκε ξανά στη βάρκα για να στεγνώσει κοιτάζοντας από μικρή απόσταση την ακτή. Στα δεξιά της είδε ένα μικρό σύννεφο στον ουρανό. Της έκανε εντύπωση ότι δεν ήταν λευκό αλλά σκούρο. Δεν έδωσε σημασία. Ξάπλωσε μέσα στη βάρκα και έκλεισε τα μάτια της.

Η μυρωδιά που χτύπησε έντονα το κέντρο της όσφρησης της την ξύπνησε. Η αλμύρα της θάλασσας δε θα μπορούσε να μυρίζει καμένο ξύλο. Ανασήκωσε το κορμί της και τότε τον είδε. Η νόμισε ότι τον είδε; Μέχρι και σήμερα τόσα χρόνια μετά ακόμα αναρωτιόταν.  Ήταν ένας καβαλάρης με μπέρτα και κουκούλα. Το άλογο του ήταν μαύρο με κόκκινα μάτια. Ο καβαλάρης είχε τα χέρια του στα γκέμια του αλόγου. Μόνο που αυτά ήταν σαπισμένα. Η σάρκα κρεμόταν σαν τα κομμένα σκοινιά που έχουν φθαρεί από τον καιρό. Είχαν φουσκάλες που από μέσα τους πρασινοκίτρινο υγρό έρεε και καθώς έσταζε στο χώμα αυτό έπιανε φωτιά. Δεν είχε μάτια. Δυο κόκκινα κάρβουνα φαινόντουσαν να τρεμοσβήνουν καθώς το άλογο κάλπαζε σα τον άνεμο. Η Τόνια το κοιτούσε έντρομη ήταν τόσο κοντά της που η ανάσα του αλόγου την έκαψε στο πρόσωπο. Και τότε ο καβαλάρης γύρισε και την κοίταξε. Η κουκούλα του έπεσε και εμφανίστηκε μπροστά της το κρανίο ενός νεκρού. Δεν είχε μαλλιά δε είχε σάρκα. Μόνο ένα άγριο χαμόγελο από λευκά δόντια. Η Τόνια είχε μαρμαρώσει μέσα στη βάρκα. Τα πόδια της δεν τα ένιωθε. Τα χέρια της ήταν βαριά σαν τις πέτρες. Τα μάτια της κολλημένα  από την φρίκη του καβαλάρη. Και τότε εκείνος έβγαλε ένα σπαθί που η λάμα του ήταν πυρωμένη και χάθηκε από μπροστά της. Αμέσως στα αυτιά της ήρθαν οι σπαρακτικές κραυγές απόγνωσης από ανθρώπους. Η Τόνια τραντάχτηκε σα να ξύπνησε από εφιάλτη. Η βάρκα κουνιόταν από ένα ξαφνικό άνεμο που είχε σαρώσει την περιοχή. Πύρινες φλόγες ξεπετάγονταν από παντού. Άνθρωποι έτρεχαν να σωθούν. Ξεφώνιζαν , ούρλιαζαν και προσπαθούσαν να σωθούν από μια πελώρια φωτιά που κατέτρωγε σαν το πάκμαν σπίτια, δρόμους, αυτοκίνητα, στύλους, ζώα , Μύριζε παντού καμένη σάρκα ανακατεμένη με κάτουρο, ιδρώτα και δάκρυα. Ανήμπορη να κάνει το παραμικρό  η Τόνια παρακολουθούσε σαν σε ταινία τρόμου μια πύρινη λαίλαπα που εξελισσόταν λεπτό το λεπτό. Άνθρωποι , μικρά παιδιά , ηλικιωμένοι προσπαθούσαν να κατέβουν στη θάλασσα , αλλά αλλοίμονο ο καπνός είχε σκεπάσει τα πάντα και δεν μπορούσαν να δουν καθαρά. Άλλοι έπεφταν από τον γκρεμό πάνω από την θάλασσα , άλλοι καιγόντουσαν ολοζώντανοι και άλλοι που είχαν καταφέρει να φτάσουν στη θάλασσα από την πολύ ώρα που κολυμπούσαν πνιγόντουσαν γιατί δεν είχαν δυνάμεις. Όταν το σκοτάδι είχε καλύψει την πλάση η Τόνια έβλεπε τον μακελάρη καβαλάρη να σκοτώνει εκατοντάδες κόσμο ξανά και ξανά. Και όταν τελείωσε το μακάβριο έργο του πέταξε ψηλά στον ουρανό. Κοίταξε κάτω στη γη να δει τον αφανισμό που έσπειρε. Τα μάτια του κοκκίνισαν σα δυο χοντρά κούτσουρα τα δόντια του κροτάλισαν και η μορφή του χάθηκε.

Λίγες ώρες μετά όταν η αυγή έριξε τα χρυσοκίτρινα χρώματα της το φως της ανέδειξε το ζοφερό πρόσωπο του θανάτου.              

2018
Μάτι Αττικής

ΚΑΤΕΡΙΝΑ.Π.ΚΟΦΙΝΑ

____________

 Λίγα λόγια για την συγγραφέα

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΦΙΝΑ

Please follow and like us:
error678
fb-share-icon
Tweet 124
fb-share-icon20

Related posts

“Στην πΈνα”: ΑΙΩΝΕΣ ΤΩΡΑ Η ΙΔΙΑ ΛΑΧΤΑΡΑ, Η ΙΔΙΑ ΠΝΟΗ, ΠΟΥ ΤΗ ΛΕΝΕ ΤΕΧΝΗ, ΠΟΥ ΤΗ ΛΕΝ ΖΩΗ…ΓΡΑΦΕΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Μεγακλής

Μάτα Χάρι: Η χορεύτρια που  έγινε κατάσκοπος..

Καλλιόπη Γιακουμή

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ

Μεγακλής

Αφήστε Ένα Σχόλιο