Διήγημα του Ρώσου νομπελίστα συγγραφέα Ιβάν Μπούνιν(1870-1953). Γράφτηκε το 1928 στο Παρίσι και πρωτοδημοσιεύτηκε στα ελληνικά το 1935, στο χριστουγεννιάτικο φύλλο της εφημερίδας «Ακρόπολις».
Ήταν Χριστούγεννα…
Τι μελαγχολικά όμως και τι παγωμένα Χριστούγεννα!
Στο περιβόλι…δυο σκιές…καθισμένες πάνω σ’ ένα σκαμνί μέσα στην σκοτεινιά… περίμεναν την νύχτα…
Το σπίτι με τα φωτισμένα τα παράθυρα μονοκόμματα κρύσταλλα που λαμποκοπούσαν από μακρυά, έμοιαζε με παλάτι παραμυθένιο. Μια γυναίκα ήταν ολομόναχη σ’ αυτό το πελώριο σπίτι με τις τριάντα κάμαρες…
Η γριά Γαλλίδα με την καστανή περούκα και το ρυτιδωμένο της πρόσωπο, με τα ξεθωριασμένα μάτια και με την ξερακιανή σιλουέττα της… ήταν ο μοναδικός κάτοικος του πελώριου σπιτιού. Οι ιδιοκτήτες πήγαν σε εκδρομή με φίλους τους για να γλεντήσουν τα Χριστούγεννα.
Η γριούλα ολομόναχη μέσα στα δωμάτια – ήταν πολλά, πελώρια – σκέφθηκε να μη πλαγιάση και να μένη άγρυπνη κείνη τη νύχτα.
Μια φοβερή τρομάρα παρέλυε τα μέλη της, πάγωνε τα χέρια της…
Για να περάσει η ώρα άναψε τα φώτα και περιπλανιώνταν στις κάμαρες, που ήτανε φωτισμένες με πολύχρωμα λαμπιόνια και με γλυκό φως πού διναν τα κεράκια των καντηλεριών.
Ήταν Χριστουγεννιάτικη παγωμένη νύχτα…Η γριούλα σκέφθηκε να πάει στο επάνω πάτωμα, όπου ήταν τα δωμάτια της υπηρεσίας. Ύστερα όμως το μετάνοιωσε.
Για να περάση η ώρα απεφάσισε να γράψει το ημερολόγιο κείνης της βραδιάς, αρχίζοντας απ’ τα μεσάνυχτα…
Έγραψε!…
Δώδεκα και τέταρτο: Περπατώ…χωρίς τέλος μέσα στις άδειες κάμαρες… Νοιώθω πως είμαι καταδικασμένη απόψε. Στο περιβόλι συμβαίνει κάτι ύποπτο. Βλέπω από το παράθυρο σκιές. Ξέρω πως είναι δύο…
– Μία μετά τα μεσάνυχτα χτυπάει το μεγάλο ρολόι που είναι στο κάτω πάτωμα. Το χτύπημά του, μου φάνηκε απαίσιο. Φαντάστηκα πως αντηχούσε η καμπάνα του θανάτου. Η πρώτη καμπάνα…
Ένας απ’ αυτούς, που είναι εκεί κάτω, στο περιβόλι – δεν τους είδα, αλλά τους νοιώθω – είναι κοντός και κουτσός. Σέρνει το ένα του πόδι. Ο άλλος ψηλός και λιγνός…
Δε θα κοιμηθώ απόψε… Φοβάμαι…»
Η άμοιρη ύστερα από αρκετή ώρα κάθισε στο πιάνο και άρχισε να παίζει ένα εύθυμο φοξ-τροτ. Χτυπούσε δυνατά τα πλήκτρα απόψε με μπρίο, αλλά και με απελπισία.
Φτωχή δασκάλα! Γιατί την εγκατέλειψαν ολομόναχη μέσα στο πελώριο σπίτι… και τέτοια βραδιά;
Φανταζόταν το ερωτευμένο ζευγάρι – την κυρία που είχε σχεδόν αναθρέψει – την χαριτωμένη κοπελίτσα στην αγκαλιά του ανδρός της. Φαντάστηκε τα φιλιά τους, τα χάδια τους.
Κείνην – την τραγική γεροντοκόρη – δεν την φίλησε κανένας άνδρας ποτέ, ούτε και τη χάιδεψε.
Βυθισμένη σ’ αυτές τις σκέψεις, εξακολουθούσε να παίζει μηχανικά το φοξ της μόδας.
Ύστερα από λίγη ώρα άρχισε πάλι να γράφει:
«Παίζω σαν τρελή τόση ώρα, ενώ ο νους μου ταξιδεύει μακρυά. Η τρομάρα μου γίνεται έκσταση, παραλήρημα».
Πάλι άφησε το γράψιμο. Άρχισε να συγυρίζει την βιβλιοθήκη του «στούντιο», να τακτοποιεί τα βιβλία. Πήρε ένα στην τύχη. Όταν όμως το άνοιξε, είδε πως ήτανε γεωγραφικός χάρτης της Ευρώπης.
Πάλι πήρε το ημερολόγιό της. Σημείωσε αυτές τις λέξεις: «Θεέ μου!…Μα γιατί με καταδίκασες να γίνω θύμα των δύο αυτών ανθρώπων που διψάνε για αίμα;
Θα υπερασπισθώ δυνατά τον εαυτό μου έως το τέλος…»
Με τον χάρτη στα χέρια η γριούλα ξαπλώθηκε στο φαρδύ ντιβάνι. Με το μολύβι της σημείωσε μερικά μέρη. Τα μάτια της μισόκλειναν. Έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες.
Στο τέλος όμως αποκοιμήθηκε με τον χάρτη στα χέρια.
Σ’ αυτό το ντιβάνι την βρήκαν την άλλη μέρα το πρωί με κομμένο το λαιμό, χωρίς περούκα, με τα μάτια γυαλένια, άγρια, απαίσια. Το παγωμένο πρόσωπο της δασκάλας είχε μια έκφραση τρομάρας…
Τα κρύσταλλα της πόρτας που έβγαινε στο μπαλκόνι ήταν σπασμένα σε κομμάτια. Ο αέρας δυνατός και παγωμένος φυσούσε μέσα στο σαλόνι.
Το χιόνι που έμπαινε από το παράθυρο της μπαλκονόπορτας που οι κακούργοι άφησαν ανοιχτή, είχε λιώσει και το πάτωμα ήτανε πλημμυρισμένο από νερά…
Τα φώτα ήταν ακόμα αναμμένα και το παλατάκι μέσα στο χιονισμένο πάρκο έμοιαζε σαν φαντασμαγορικό…
Ποιος έσφαξε τη γυναίκα αυτή και για ποιο λόγο;
Την έσφαξαν αυτοί οι δυο που κάθονταν στο περιβόλι… Γιατί έκαναν το έγκλημα; Δεν ξέρει κανένας. Δεν έκλεψαν τίποτα. Δεν πήραν κανένα πραγματάκι…
Ήτανε δυο. Αυτό το καταλάβαινε κανένας από τα πατήματά τους πάνω στο καθρεφτένιο πάτωμα.
Και τα πατήματα του ενός δεν ακολουθούσαν την ίσια γραμμή. Πήγαιναν λοξά. Χωρίς άλλο ο ένας απ’ αυτούς ήταν κουτσός…
Ήτανε δυο. Μα ποιοι ήσαν; Άγνωστο.
Η αστυνομία δεν μπόρεσε να τους βρει πουθενά, για να τους πιάσει
Κι’ εγώ πολύν καιρό φανταζόμουν πως πιο φοβερό έγκλημα δεν ξανάγινε ποτέ και δεν θα ξαναγίνει στον αιώνα τον άπαντα.
Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε! Και όμως δεν μπορώ να ξεχάσω τα ματωμένα αυτά Χριστούγεννα..
Τι φοβερός είναι ο άνθρωπος και πόσο σκοτεινή η ψυχή του.
Και ποιο φριχτό από όλα είναι όταν ο φονιάς τελειώνει το διαβολικό του έργο και μένει άπιαστος…
Κανένας δεν τον υποπτεύεται… ούτε τον καταδιώκει…
Μα που είναι αυτοί οι δύό; Τι έχουν γίνει; Ίσως ζούνε έως τώρα, περπατούν, τρώνε, πίνουν, μιλούν, γελούν και γλεντάνε…
ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ
Γίνετε μέλος της ομάδας μας “Βιβλίων Ορίζοντες” στο facebook πατώντας το παρακάτω σύνδεσμο
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΦΑΙΗ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ