Η Καλλιρόη Παρρέν γεννήθηκε το 1861 στο Ρέθυμνο αλλά σε ηλικία 6 χρόνων, ο πατέρας της, Στυλιανός Σιγανός, την πήρε από την Τουρκοκρατούμενη Κρήτη μετά το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, για να εγκατασταθούν στην Αθήνα. Εκεί, έγινε πρόεδρος της Επιτροπής Κρητών Προσφύγων και φρόντισε η κόρη του να λάβει επιμελημένη μόρφωση.
Φοίτησε στη Σχολή Σουρμελή στον Πειραιά, στην συνέχεια στην Γαλλική σχολή
των Καλογραιών και τέλος στο Αρσάκειο, από το οποίο παίρνει το πτυχίο της
δασκάλας το 1878, με άριστα.
Μετά τις σπουδές της ανέλαβε σχεδόν αμέσως τη διεύθυνση του παρθεναγωγείου της ελληνικής κοινότητας στην Οδησσό, ενώ 2 χρόνια μετά επέστρεψε στην Αθήνα και παντρεύτηκε τον γαλλοαγγλικής καταγωγής δημοσιογράφο από την Κωνσταντινούπολη Ιωάννη Παρρέν, ο οποίος ήταν ο ιδρυτής του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων.
Μέσω του συζύγου της άρχισε να συναναστρέφεται με προσωπικότητες, να ενημερώνεται για τα πνευματικά, πολιτικά και κοινωνικά ρεύματα της εποχής και να γνωρίζει σταδιακά τον δημοσιογραφικό κόσμο. Με την υποστήριξη και την παρότρυνσή του, αποφασίζει να ακολουθήσει το επάγγελμα της δημοσιογραφίας.
Επηρεασμένη από τις Σουφραζέτες, έγινε εκδότρια, διευθύντρια και δημοσιογράφος του πρώτου εβδομαδιαίου γυναικείου εντύπου της ελληνικής επικράτειας: H Εφημερίς των Κυριών. |
Με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας την 8η Μαρτίου 1887, και σε συνεργασία με γυναίκες του πνεύματος και της τέχνης που έπαιρναν ανοιχτά θέση για τα ίσα δικαιώματα στην εκπαίδευση και την εργασία, η Εφημερίς των Κυριών γνώρισε μεγάλη επιτυχία για την εποχή του, φτάνοντας τα 5.000 αντίτυπα, εντός και εκτός Ελλάδας.
Στόχος της εφημερίδας ήταν να εισάγει στην Ελλάδα τους φεμινιστικούς προβληματισμούς που ήδη απασχολούσαν τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη και να αφυπνίσει τις συνειδήσεις των γυναικών της τότε εποχής. Αυτό ήταν κάτι που φυσικά, σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, έτυχε χλευασμού και υποτιμητικών αντιπαραθέσεων καθώς οι γυναίκες θεωρούνταν πολίτες β’ κατηγορίας.
Παρόλα αυτά η Εφημερίς των Κυριών συνέχισε σθεναρά το έργο της και πρωτοστάτησε τόσο σε κινήσεις γυναικών, όπως η υποβολή στην κυβέρνηση 2.850 υπογραφών γυναικών υπέρ της γυναικείας εκπαίδευσης, όσο σε εθνικές, όπως η διεθνής εκστρατεία για τον πόλεμο του 1897, με την συμμετοχή της Ενώσεως των Ελληνίδων.
Τον Νοέμβριο του 1917 όμως, οι αναταράξεις στο πολιτικό κλίμα διέκοψαν την επιτυχημένη πορεία του εντύπου, το οποίο μετρούσε σχεδόν 30 χρόνια κυκλοφορίας, και η Καλλιρρόη Παρρέν εξορίστηκε στην Ύδρα για τα πολιτικά της φρονήματα.
Η Παρρέν δεν αρκέστηκε στην δύναμη του λόγου της και του έργου της μέσω της εφημερίδας. Είχε έντονη φιλανθρωπική και φεμινιστική δράση μέσα από τα ιδρύματα που η ίδια έθεσε σε λειτουργία, ενώ σε μερικά από αυτά υπήρξε και διευθύντρια.
Το 1890 ίδρυσε τη «Σχολή της Κυριακής των Απόρων Γυναικών και Κορασίων», όπου μορφωμένες γυναίκες δίδασκαν γραφή και ανάγνωση σε αναλφάβητες και άπορες εργαζόμενες μητέρες, το 1895 ίδρυσε το «Άσυλον της Αγίας Αικατερίνης», το 1896 το «Άσυλον των Ανιάτων» και το 1898 τον «Πατριωτικό Σύνδεσμο» (γνωστός ως Π.Ι.Κ.Π.Α.).
Μετά από δικές της παρεμβάσεις, η κυβέρνηση επέτρεψε τη φοίτηση των γυναικών στο Πανεπιστήμιο και το Πολυτεχνείο, συζητήθηκε θετικά το θέμα της παραχώρησης δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες, διορίζεται η πρώτη γυναίκα γιατρός στις γυναικείες φυλακές, προστατεύεται η παιδική ηλικία, επιτυγχάνεται μείωση των εργάσιμων ωρών στα εργαστήρια ραπτικής καθώς και κατάργηση της νυχτερινής εργασίας.
Συμμετείχε σε διάφορα διεθνή γυναικεία συνέδρια στο Παρίσι και το Σικάγο και υποστήριζε την παροχή ίσων ευκαιριών στην εκπαίδευση και την πολιτική ζωή. Ένα από αυτά τα συνέδρια αποτέλεσε την αφορμή για την ίδρυση της «Ένωσις υπέρ της Χειραφετήσεως των Γυναικών»και της «Ένωσις των Ελληνίδων».
Η «Ένωσις των Ελληνίδων» είχε ένα τμήμα εκπαιδευτικό, ένα τμήμα οικοκυρικής και επαγγελματικής σχολής, ένα τμήμα χηρών και ορφανών πολέμου καθώς επίσης και ένα τμήμα οικοκυρικής και επαγγελματικής σχολής μέχρι το 1900. Τότε το σωματείο διαλύθηκε και διατηρήθηκε μόνο το οικοκυρικό τμήμα με τον τίτλο «Οικοκυρική και επαγγελματική Ένωσις Ελληνίδων».
Στο αποκορύφωμα του έργου της Παρρέν βρίσκεται η ίδρυση του «Λυκείου Ελληνίδων«, το οποίο ξεκίνησε την καταγραφή, διδασκαλία και παρουσίαση παραδοσιακών χορών. Με δική του πρωτοβουλία, μάλιστα, διοργάνωσε το 1ο Εθνικό Γυναικείο Συνέδριο και την 1η Οικοκυρική και Βιοτεχνική Έκθεση, το 1921.
Η δράση του συνεχίζεται έως σήμερα, με χιλιάδες μέλη σε Ελλάδα και εξωτερικό, και εξακολουθεί με την ίδια θέρμη να προσπαθεί να διασώσει και να διατηρήσει τα ελληνικά ήθη, έθιμα και παραδόσεις, όπως και να συμβάλει με διαλέξεις και μαθήματα στην εξύψωση της γυναίκας.
Η Καλλιρρόη Παρρέν, εκτός της Εφημερίδας των Κυριών, έγραψε πολλά άρθρα, δοκίμια, τα μυθιστορήματα και θεατρικά έργα, με κεντρικό άξονα πάντα τη θέση της γυναίκας κοινωνία. Από τα σημαντικότερα έργα της είναι η «Ιστορία της γυναικός» , «Η χειραφετημένη» που δημοσιεύτηκε το 1900 (και το 1907 μεταφράστηκε και παρουσιάστηκε στα γαλλικά), «Το νέον συμβόλαιον» (1902) το οποίο δημοσιεύθηκε και στα γαλλικά, και τέλος, το δράμα «Η νέα γυναίκα», το οποίο παίχτηκε από τη Μαρίκα Κοτοπούλη το 1907.
Στις 15 Ιανουαρίου 1940, υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και έφυγε από τη ζωή, έχοντας πριν τιμηθεί με το «Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Γεωργίου Β’».
Μόλις λίγα χρόνια μετά, στις 4 Νοεμβρίου του 1945,τοποθετήθηκε μία προτομή της στον περίβολο χώρο του Λυκείου Ελληνίδων , προκειμένου να τιμηθεί η προσφορά της, ενώ από την Ελληνική Δημοκρατία το έργο της αναγνωρίστηκε μετά από μισό αιώνα! Στις 6 Ιουνίου 1992, η Ακαδημία Αθηνών και ο Δήμος Αθηναίων, απέδωσαν φόρο τιμής στη μνήμη της, τοποθετώντας προτομή της στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Η Καλλιρόη Παρρέν έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της θέσης της γυναίκας στην Ελλάδα, επαναστατώντας με την δύναμη του λόγου μέσω του οποίου επηρέασε συνειδήσεις, ανέτρεψε στερεότυπα και διαμόρφωσε νέα πρότυπα. Το ανθρωπιστικό, πάνω απ’όλα, έργο της αλλά και η φεμινιστική της δράση αναγνωρίζονται μέχρι σήμερα μέσα από εκδηλώσεις και θεατρικές παραστάσεις που γίνονται προς τιμήν της