Ένα νέο βιβλίο αφηγείται, ιντριγκαδόρικα σαν μυθιστόρημα, το χρονικό της οικογένειας των συγγραφέων, εστιάζοντας ιδιαίτερα στην περίοδο που έζησαν στην Ελλάδα.
«Κάθε μέρα ήταν γιορτή»: Η ιστορία των Ντάρρελ στην Κέρκυρα. Βρήκαν τον παράδεισο
Τo 1935 η οικογένεια Ντάρρελ, ενώ αντιμετώπιζε τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα, Λόρενς Σάμιουελ, και τον αλκοολισμό της μητέρας, Λουίζα, αποφάσισε να μετακομίσει σε ένα νησί που φίλοι Βρετανοί περιέγραφαν ως ειδυλλιακό. Ορθά, όπως αποδείχθηκε: «Η λάμψη, το χρώμα και η ελευθερία» που ανακάλυψαν οι Ντάρρελ στην Κέρκυρα αναπτέρωσε το ηθικό τους, γράφει σήμερα ο Michael Haag στο βιβλίο «Οι Ντάρρελ της Κέρκυρας» (εκδ. Πατάκη). «Το νησί είχε κάτι από την τρυφεράδα της ιταλικής επαρχίας, τη ζέστη και το άρωμα της Μεσογείου, την ιδιοσυγκρασία της Ελλάδας».
Έτσι άρχισε μια περίοδο στη ζωή των Ντάρρελ που τους βοήθησε να επουλώσουν τα τραύματά τους κάτω από τον μεσογειακό ήλιο. Ο Haag την αφηγείται ιντριγκαδόρικα και δεξιοτεχνικά σαν καλοφτιαγμένο μυθιστόρημα, δημιουργώντας μια βιογραφία αντάξια της μεγάλης λογοτεχνίας όπου οι δύο συγγραφείς της οικογένειας αποτύπωσαν τα πραγματικά γεγονότα, σε έργα όπως «Η οικογένειά μου και άλλα ζώα» (Τζέραλντ Ντάρρελ) και «Η σπηλιά του Πρόσπερου» (Λόρενς Ντάρρελ).
Οι «Ντάρρελ της Κέρκυρας» ήταν η μητέρα, τα τέσσερα παιδιά -ο 17χρονος τότε Λέζλι, η 15χρονη Μάργκαρετ (Μάργκο), ο 10χρονος Τζέραλντ (Τζέρρυ), ο 23χρονος Λόρενς (Λάρρυ)– και η πρώτη σύζυγος του Λόρενς, Νάνσυ. Σχεδόν σε ένα καπρίτσιο της στιγμής, πούλησαν το σπίτι τους στην Αγγλία και έφυγαν για το νησί που έμελλε να γίνει ο προσωπικός τους παράδεισος. Στην Κέρκυρα τούς υποδέχτηκε ένα εκτυφλωτικό φως, που σύμφωνα με τον Τζέρρυ «δεν τόνιζε μόνο όλα τα χρώματα, αλλά συνάμα τις μυρωδιές και τα αρώματα των λουλουδιών και των δέντρων. […] Ήταν σαν να γεννιόμασταν για πρώτη φορά».
«Η Κέρκυρα είχε κάτι από την τρυφεράδα της ιταλικής επαρχίας, τη ζέστη και το άρωμα της Μεσογείου, την ιδιοσυγκρασία της Ελλάδας».
Στην Κέρκυρα οι Ντάρρελ συνάντησαν τον ταξιτζή Σπύρο Χαλικιόπουλο ή Σπύρο τον Αμερικάνο που μιλούσε καλά αγγλικά αφού είχε περάσει οκτώ χρόνια στο Σικάγο και που έγινε ο προσωπικός τους σοφέρ αλλά και δεξί χέρι σε όλα τα πρακτικά ζητήματα. Και τον εξαιρετικά μορφωμένοβιολόγο δρα Θεόδωρο Στεφανίδη, που εξελίχθηκε σε φίλο της οικογένειας και μετέδωσε στον Τζέρρυ το μικρόβιο του φυσιοδίφη (πολλά χρόνια αργότερα ο Τζέρρυ θα ίδρυε τη δική του περιβαλλοντική οργάνωση, Durrell Wildlife Conservation Trust, και έναν ζωολογικό κήπο).
Από πάνω προς τα κάτω: Ο Λέσλι Ντάρρελ, η Μάργκο Ντάρρελ και ο Τζέρρυ με τον Σπύρο τον Αμερικάνο, τον Έλληνα που μιλούσε καλά αγγλικά αφού είχε περάσει οκτώ χρόνια στο Σικάγο. Η φωτό από το βιβλίο «Οι Ντάρρελ της Κέρκυρας».
Το πρώτο από τα πολλά σπίτια που άλλαξαν ήταν η Φραουλένια Βίλα, δέκα χιλιόμετρα νότια της Κέρκυρας, ο κήπος της οποίας ήταν, για τον Τζέρρυ, «ένα δάσος από λουλούδια όπου περιφέρονταν έντομα που δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου». Το αγόρι χανόταν με τις ώρες στο εσωτερικό του, με την προσοχή του να πηγαινοέρχεται από το ένα πλάσμα στο άλλο, από τις αράχνες στις κάμπιες, από τις κάμπιες στις λιβελούλες, από τις λιβελούλες στις πεταλούδες. Από εκείνο τον κήπο ο Τζέρρυ ξεκίνησε μια εξερεύνηση της κερκυραϊκής φύσης που θα του χάριζε τις καλύτερες στιγμές του στο νησί. Κάποια από τα έντομα του κήπου αποφάσιζε μάλιστα να τα φέρει στο σπίτι, οδηγώντας την οικογένεια σε απόγνωση.
Η συνάντηση του Τζέρρυ με έναν εκκεντρικό πλανόδιο, τον Άνθρωπο με τις Χρυσόμυγες, που ήταν γεμάτος με χρυσόμυγες δεμένες στα χέρια και στο καπέλο του, οδήγησε σε ένα σουρεαλιστικό σκηνικό: Σε μια «κρίση υπέρμετρου συναισθηματισμού», ο Τζέρρυ και η μητέρα αγόρασαν όλο το εμπόρευμά του και απελευθέρωσαν τις χρυσόμυγες στον κήπο – από όπου εκείνες βρήκαν τον δρόμο για το εσωτερικό του σπιτιού. «Για μέρες η βίλαήταν γεμάτη χρυσόμυγες, περπατούσαν στα κρεβάτια, παραμόνευαν στο λουτρό, κουτουλούσαν στις λάμπες τη νύχτα, κι έπεφταν σαν σμαράγδια στα πόδια μας».
Αν η Φραουλένια Βίλα κουβαλούσε το συναίσθημα της πρώτης επαφής με το νησί, η δεύτερη κατοικία των Ντάρρελ, η Κεχριμπαρένια Βίλα, ήταν ένα αληθινό, αν και παραμελημένο στολίδι: ένα τεράστιο ενετικό αρχοντικό, στη μέση μιας έκτασης με ρημαγμένους οπωρώνες με πορτοκαλιές και λεμονιές, με ελαιώνες, με μελαγχολικά κυπαρίσσια και εύρωστες κουμαριές. Τη θάλασσα έβλεπε μια λιθόστρωτη βεράντα που τη σκέπαζε μια πέργκολα γεμάτη κληματσίδες, από όπου κήποι κλιμακωτοί κατέβαιναν μέχρι την ακτή.
Η δεύτερη κατοικία των Ντάρρελ στην Κέρκυρα, η Κεχριμπαρένια Βίλα, ήταν ένα αληθινό, αν και παραμελημένο στολίδι: ένα τεράστιο ενετικό αρχοντικό, στη μέση μιας έκτασης με ρημαγμένους οπωρώνες
Η εξερεύνηση της κερκυραϊκής φύσης θα χάριζε στον Τζέρρυ τις καλύτερες στιγμές του στο νησί. Στη φωτό, που προέρχεται από το βιβλίο «Οι Ντάρρελ της Κέρκυρας», με μια φίλη του, την Αλεξία.
Σύντομα ωστόσο ο Λάρρυ και η Νάνσυ αναζήτησαν τη δική τους στέγη, μακριά από την πόλη. Η Νάνσυ επιθυμούσε να βρεθεί «στο πιο άγριο μέρος που μπορούσα να βρω – το πιο παρθένο». Έτσι, με τη βοήθεια του Σπύρου και ενάντια στις επιθυμίες της μητέρας, το ζευγάρι νοίκιασε το επονομαζόμενο Λευκό Σπίτι, που κρεμόταν πάνω από τη θάλασσα, στο Καλάμι, σε έναν αραιοχτισμένο οικισμό τεσσάρων πέντε αγροτόσπιτων. Εκεί ο Λάρρυ και η Νάνσυ ανακάλυψαν το καταφύγιό τους, σε ένα μέρος όπου η θάλασσα μαινόταν κάτω από τα παράθυρά τους και τα δελφίνια γλιστρούσαν μπροστά τους ενώ κολυμπούσαν ολόγυμνοι.
Στην εποχή που «οι χωριανοί δεν έβγαζαν ούτε τις φανέλες τους το καλοκαίρι» το ζευγάρι, ενώ προσπαθούσε να κολυμπά μακριά από τα βλέμματα των ψαράδων, κάποτε δεν πρόσεξε μια εκκλησία και τον ιερέα που καθόταν στην αυλή. Ο παπάς, αντιμέτωπος με το «άσεμνο» θέαμα, επιστράτευσε τους νέους από το κοντινό χωριό, οι οποίοι άρχισαν να λιθοβολούν τους λουόμενους. Ο Λάρρυ και η Νάνσυ αναγκάστηκαν να αναζητήσουν απομονωμένους κολπίσκους για να αποφεύγουν τους λιθοβολισμούς, όπου όμως αργά ή γρήγορα ανακαλύπτονταν υποδαυλίζοντας περαιτέρω την αγανάκτηση των ντόπιων. Οι ίδιοι, πάντως, δεν έβρισκαν τίποτα ασεβές: η αδιαμεσολάβητη επαφή τους με τα νερά της Κέρκυρας αποτελούσε για εκείνους ιερό βάπτισμα. «Θέλαμε σαν τρελοί να απαλλαγούμε από όλα μας τα ρούχα» θυμάται η Νάνσυ. «Ποτέ μου δεν το χόρτασα, ήθελα να πνιγώ στον ήλιο και τη θάλασσα».
Τον χειμώνα οι συνθήκες διαβίωσης στο Καλάμι ήταν πρωτόγονες. Οι δρόμοι διαλύονταν από τις βροχές και ο Λάρρυ και η Νάνσυ αναγκάζονταν να συντηρούνται για μέρες με ψάρια ή μακαρόνια κονσέρβα, που διατηρούσαν δροσερά σε μια θαλάσσια σπηλιά ή σε ένα πηγάδι. Για να βράσουν νερό και να πιουν ένα φλιτζάνι τσάι χρειάζονταν ένα εικοσάλεπτο μέχρι να ανάψουν την ξυλόσομπα. Το καλοκαίρι, ωστόσο, κουβαλούσαν το τραπέζι ολόκληρο μες στη θάλασσα και γευμάτιζαν με το Ιόνιο να τους φτάνει στη μέση.
Το καλοκαίρι, κουβαλούσαν το τραπέζι ολόκληρο μες στη θάλασσα και γευμάτιζαν με το Ιόνιο να τους φτάνει στη μέση. H φωτό από την τηλεοπτική σειρά «Οικογένεια Ντάρελ», που αφηγείται τη ζωή των Ντάρρελ στην Κέρκυρα.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, η οικογένεια Ντάρρελ άρχισε να χάνει τα ερείσματά της στο νησί. Το 1938, μετά από μια ακόμα μετακόμιση, στη λεγόμενη Χιονάτη Βίλα, ο πιστός φίλος τους, Θεόδωρος ξεκίνησε ταξίδιαστη βόρεια Ελλάδα, στο πλαίσιο μιας εκστρατείας κατά της ελονοσίας. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, ένα μεγάλο πάρτι που οργάνωσαν οι Ντάρρελ στο σπίτι τους οδήγησε σε φιάσκο: Ο Τζέρρυ, για λόγους αθώους, αποφάσισε να γεμίσει το σπίτι νερόφιδα, οδηγώντας την οικογένεια σε ένα μαζικό καβγά και κάνοντας πολλούς καλεσμένους να χύσουν τα ποτά τους από νευρικότητα. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και η οικογένεια της Βίβιαν Άιρις Ρέιμοντ, δέκα χρονών τότε, που πολύ αργότερα θα έγραφε: «Η καθιερωμένη βρετανική κοινότητα δεν ένιωθε άνετα με τον μποέμικο τρόπο ζωής της οικογένειας Ντάρρελ. Οι Ντάρρελ δεν ήταν μέλη της τάξης των επαγγελματιών ή των αξιωματούχων, και σίγουρα δεν ανήκαν στην υψηλή κοινωνία. Διέφεραν σε μεγάλο βαθμό από οποιονδήποτε άλλον Βρετανόβρισκόταν στο νησί εκείνη την εποχή».
Οι Ντάρρελ δεν είχαν ενταχθεί στις τοπικές κοινότητες, ούτε των ντόπιωνούτε των άλλων Βρετανών της Κέρκυρας. Και δεν ξέρουμε αν τους απασχολούσε κιόλας. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με το βιογράφο τους, αυτό που τους έδιωξε τελικά από την Κέρκυρα ήταν η απειλή του πολέμου, που έγινε πιο ορατή στις 7 Απριλίου 1939, όταν οι Ιταλοί εισέβαλαν στην Αλβανία. Τον Ιούνιο του 1939, η οικογένεια έκλεισε πίσω της την πόρτα της Χιονάτης Βίλας και εγκατέλειψε το νησί.
«Η καθιερωμένη βρετανική κοινότητα δεν ένιωθε άνετα με τον μποέμικο τρόπο ζωής της οικογένειας Ντάρρελ. Διέφεραν σε μεγάλο βαθμό από οποιονδήποτε άλλον Βρετανό βρισκόταν στο νησί εκείνη την εποχή».
Ο Λάρρυ και η Νάνσυ, όμως, επέστρεψαν το ίδιο κιόλας καλοκαίρι. Παραμονή του πολέμου, ο συγγραφέας Χένρυ Μίλλερ αποφάσισε να ανταποκριθεί τελικά στην πρόσκληση του φίλου του, Λάρρυ, να έρθει στην Ελλάδα. Στο Καλάμι, όπου βρέθηκε με το ζεύγος Ντάρρελ, ο Μίλλερ βούτηξεστο νερό μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια. Την ίδια περίοδο έτυχε να βρίσκεται εκεί και ο Θεόδωρος, που εντυπωσιάστηκε από την ενέργεια του Μίλλερ, την ικανότητά του να επικοινωνεί με τους ντόπιους «χωρίς να ξέρει λέξη ελληνικά», την έντονη περιέργειά του για τα πάντα. «Στο Καλάμι» σχολίασε ο Μίλλερ, «οι μέρες κυλούσαν σαν τραγούδι». Πού και πού έγραφε μια επιστολή ή ζωγράφιζε μια υδατογραφία. Τα βράδια μιλούσε και τραγουδούσε με τη Νάνσυ και τον Λάρρυ, ή στεκόταν στα βράχια, στο χείλος του νερού, και επόπτευε τα αστέρια με ένα τηλεσκόπιο.
Μετά την Κέρκυρα ο Λάρρυ, η Νάνσυ και ο Χένρυ πήγαν στην Αθήνακουβαλώντας συστάσεις από τον Θεόδωρο για τους φίλους του, στους οποίους συγκαταλέγονταν ο Γιώργος Σεφέρης και ο Γιώργος Κατσίμπαλης, εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού Νέα Γράμματα και «καθηλωτικός αφηγητής» σύμφωνα με τον βιογράφο. Ο Κατσίμπαλης, ένας άντρας μεγάλος από κάθε άποψη που ζούσε στο Μαρούσι, ενέπνευσε τον Μίλλεργια το κορυφαίο έργο του «Ο Κολοσσός του Μαρουσιού».
Παραμονή του πολέμου, ο συγγραφέας Χένρυ Μίλλερ αποφάσισε να ανταποκριθεί τελικά στην πρόσκληση του φίλου του, Λάρρυ, να έρθει στην Ελλάδα. Στο Καλάμι, βούτηξε στο νερό μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια.
Ο Τζέρρυ, μετά την επιστροφή του στο Λονδίνο, συνέχισε να ικανοποιεί την περιέργειά του για τον φυσικό κόσμο με επισκέψεις στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και στο ζωολογικό κήπο. Εμπειρίες, ωστόσο, που έβλεπε σαν ένα φτωχό υποκατάστατο της ζωής στην Κέρκυρα, που του είχε χαρίσει την ομορφότερη παιδική ηλικία, όπως πίστευε, από οποιονδήποτε Λονδρέζο συνομήλικό του. «Κάθε μέρα ήταν γιορτή», έγραψε αργότερα για την περίοδο στην Κέρκυρα. «Δύσμοιρο εκείνο, το απογοητευμένο χαμίνι που έχει να τα βγάλει πέρα με την αγγλική λασπουριά. Κάποιος δεν μπορεί παρά να υποθέσει πως τα παιδικά του χρόνια τα έσερνε πίσω του σαν ένα είδος αγγλικού εκτοπλάσματος – ενώ εγώ έσερνα πίσω μου κάτι που δεν μπορούσε να κατανοήσει: παιδικά χρόνια σαν μαγικό χαλί».
Πολλές δεκαετίες μετά, το 1967, ο Τζέρρυ επέστρεψε στην Κέρκυρα για να γυρίσει ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ για το BBC, το «Corfu, Garden of the Gods». Απογοητεύτηκε από το πόσο είχε αλλάξει το νησί, αλλά βρήκε ανέγγιχτο το Λευκό Σπίτι του Λάρρυ και της Νάνσυ στο Καλάμι, που ανήκε ακόμα στην ίδια ελληνική οικογένεια. Εδώ μπορεί κάποιος να πιει ένα ποτόσήμερα, καταλήγει ο Haag. Στο μέρος όπου μια φορά κι έναν καιρό ο Μίλλερ, ο Λόρενς και η Νάνσυ κολύμπησαν γυμνοί στο Ιόνιο και παρατήρησαν τον έναστρο καλοκαιρινό ουρανό.
Οι πληροφορίες προέρχονται από το βιβλίο «Οι Ντάρρελ της Κέρκυρας» του Michael Haag που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη. Την ιστορία της οικογένειας στην Κέρκυρα μπορείτε να παρακολουθήσετε και στην τηλεοπτική σειρά «Οικογένεια Ντάρελ».
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΦΑΙΗ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ
ΠΗΓΗ www.womantoc.gr/life/