Το 1865, αμέσως μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, τέθηκε για πρώτη φορά από τα εργατικά σωματεία των ΗΠΑ το θέμα της οκτάωρης εργασίας.
Έπειτα από 16 χρόνια ιδρύθηκε η Ομοσπονδία των Εργατικών Ενώσεων, που αργότερα μετονομάστηκε σε Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας και αποτέλεσε το μεγαλύτερο συνδικαλιστικό κίνημα της εποχής.
Στο συνέδριο που έγινε το 1885, αποφάσισε να υποστηρίξει το αίτημα της οκτάωρης εργασίας και σε περίπτωση που οι εργοδότες δεν το δέχονταν, θα κήρυσσαν πανεργατική απεργία για την 1η Μαΐου του 1886.
Στη δυναμική πορεία που έγινε στο Σικάγο πήραν μέρος περισσότεροι από 90.000 απεργοί, ενώ σε ολόκληρη τη χώρα συμμετείχαν στην απεργία 350.000 εργάτες από 1.200 εργοστάσια των ΗΠΑ. Επικεφαλής της πορείας ήταν ο αναρχοσυνδικαλιστής Άλμπερτ Πάρσονς, μαζί με τη γυναίκα και τα επτά παιδιά τους.
Την επόμενη ημέρα τα συνδικάτα κάλεσαν τους εργαζόμενους, σε μεγάλη συγκέντρωση διαμαρτυρίας εναντίον της αστυνομικής βίας, στη πλατεία Χάιμαρκετ του Σικάγου. Παρά το γεγονός ότι η διαμαρτυρία ήταν ειρηνική, περίπου 130 αστυνομικοί υπό τις οδηγίες ενός αξιωματικού που είχε τη φήμη ότι κυνηγούσε τους συνδικαλιστές , πήραν εντολή να διαλύσουν τους διαδηλωτές.
Κατά τη διάρκεια των συμπλοκών ένας άγνωστος διαδηλωτής πέταξε χειροβομβίδα προς το μέρος των αστυνομικών. Σκοτώθηκαν 7 όργανα της τάξης και τέσσερις διαδηλωτές, ενώ τραυματίστηκαν πολλοί εργάτες.
Οι αστυνομικές αρχές σε έξαλλη κατάσταση, προχώρησαν σε συλλήψεις κυρίως στελεχών του εργατικού κινήματος, εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν αναρχοσυνδικαλιστές.
Κατηγορήθηκαν οι Άουγκουστ Σπις, Γκέοργκ Έγκελ, Άντολφ Φίσερ, Λούις Λινγκ, Μίκαελ Σβαμπ, Σάμουελ Φίλντεν, Όσκαρ Νίμπι και Άλμπερτ Πάρσονς, που ήταν από τους οργανωτές της διαδήλωσης.
Όλοι, εκτός του Πάρσονς και του Φίλντεν, ήταν Γερμανοί μετανάστες και οδηγήθηκαν σε δίκη στις 21 Ιουνίου του 1886.
Το αίτημα για 8 ώρες δουλειά, 8 ώρες ελεύθερο χρόνο, 8 ώρες ύπνο |
Καταδίκη σε θάνατο!
Αν και τα στοιχεία για τη βομβιστική επίθεση ήταν ελλιπή, το δικαστήριο ζήτησε τη θανατική ποινή για όλους τους κατηγορούμενους.
Το σκεπτικό ήταν ότι ενθάρρυναν τον άγνωστο να πετάξει τη χειροβομβίδα.
Οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν, αλλά η υπόθεσή τους έμεινε στα χρονικά ως κλασσική περίπτωση κακοδικίας.
Οι Σπις, Έγκελ, Φίσερ, Λινγκ, Σβαμπ, Φίλντεν και Πάρσονς καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ ο Νίμπι σε κάθειρξη 15 ετών.
Για τους Σβαμπ και Φίλντεν οι ποινές μετατράπηκαν σε ισόβια κάθειρξη ενώ ο Λιγκ αυτοκτόνησε στο κελί του.
Οι μελλοθάνατοι Σπις, Πάρσονς, Φίσερ και Έγκελ περπάτησαν τα τελευταία μέτρα της ζωής τους προς την αγχόνη, τραγουδώντας τη Μασσαλιώτιδα.
Το 1893 ήρθε η δικαίωση για τους οκτώ καταδικασθέντες, όταν ο κυβερνήτης του Ιλινόις παραδέχθηκε, ότι η αστυνομία και οι μπράβοι χτύπησαν χωρίς λόγο τους διαδηλωτές στο Σικάγο.
Η Πρωτομαγιά, ως εργατική γιορτή, καθιερώθηκε το 1889, κατά τη διάρκεια του ιδρυτικού συνεδρίου της Δεύτερης Διεθνούς στο Παρίσι, για να θυμίζει το αίμα που χύθηκε στην απεργία του 1886.
Πρωτομαγιά στην Ελλάδα-Θεσσαλονίκη
Οι καπνεργάτες ήταν ένα από τα πιο μαχητικά και οργανωμένα συνδικάτα στην Ελλάδα. Σε αντίθεση με άλλους κλάδους, οι διεκδικήσεις τους δεν αφορούσαν μόνο το οκτάωρο και τις καλύτερες συνθήκες εργασίας, αλλά και διαδικασίες που καθόριζαν οι εργοδότες, όπως το ποιος θα εργάζεται πού και πώς θα γίνεται η διαδικασία παραγωγής.
Η στάση των εργατών δεν άρεσε σε κανέναν εργοδότη και η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη.
Στις 29 Απριλίου 1936, 12 χιλιάδες καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης, εκ των οποίων περίπου το 70% γυναίκες, κατέβηκαν σε απεργία.
Η αστυνομία και ο στρατός βρίσκονται σε επιφυλακή και ετοιμότητα.
Η απεργία των καπνεργατών σύντομα γενικεύτηκε με τη συμμετοχή σιδηροδρομικών και τροχιοδρομικών.
Ο Μεταξάς που επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη και γέμισε τους εργάτες με υποσχέσεις δεν κατάφερε να τους πείσει.
Τα επεισόδια δεν αποφεύχθηκαν. Οι συγκρούσεις ήταν σφοδρές και 12 άτομα έχασαν τη ζωή τους.
Το πρώτο θύμα της αστυνομικής βίας ήταν ο Τάσος Τούσης.
Η μάνα σπαράσει πάνω από τον νεκρό γιο. |
Η διαδήλωση των εργατών βάφτηκε με αίμα.
Η φωτογραφία της σορού του στον δρόμο και τη μητέρα του από πάνω του να τον μοιρολογεί, ενέπνευσαν τον Γιάννη Ρίτσο να γράψει τον Επιτάφιο.
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιε που αγάπαγες
κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες
και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου
το φως της οικουμένης
Και μου ιστορούσες με φωνή
γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γιαλού
δεν φτάνουν τα χαλίκια
Και μου `λεγες πως όλ’ αυτά
τα ωραία θα `ν’ δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε
το φέγγος κι η φωτιά μας
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος, Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης.
Επιμέλεια άρθρου Καλλιόπη Γιακουμή
Πηγή ΜτΧ