Στην πΈνα”
“Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ: Νάουσα, Άνοιξη 1822”
(μέρος α΄)
Γράφει η Δήμητρα Παπαναστασοπούλου
***
«Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε Σέ στην γνώμη του τυράννου να μην ελθώ ποτέ.Μήτε να τον δουλεύσω, μήτε να πλανηθώεις τα ταξίματά του να μην παραδοθώ.Εν όσω ζω στον κόσμο, ο μόνος μου σκοπόςγια να τον αφανίσω, νε είμαι σταθερός.Κι αν παραβώ τον όρκο, ν’ αστράψ’ ο ουρανκαι να με κατακάψει, να γίνω σαν καπνός».
(όρκος αρματωλών κατά την επανάσταση του 1821)
Η Καρατάσαινα κοιτά ολόγυρα τις φωτιές και τους καπνούς που φέρνουν στα ρουθούνια της μυρωδιά καμένης σάρκας και τα μάτια της βουρκώνουν. Τις τέσσερις τελευταίες μέρες η Νάουσα δεχόταν βομβαρδισμούς από τους Τούρκους ασταμάτητα, μέρα και νύχτα. Αναπαμό δεν είχαν τα θηρία. Το χωριό που μένει δεν απέχει πολύ κι αυτή τη φορά δεν χρειαζόταν πληροφοριοδότες για να μαθαίνει τι γινόταν. Μόνο προσευχόταν ασταμάτητα στην Παναγία να τη λυπηθεί και να μη χάσει κανέναν από τους δικούς της: ο άντρας της και οι τρεις μεγαλύτεροι γιοι της ήταν εκεί και πολεμούσαν εναντίον του άπιστου κατακτητή. Ο τέταρτος, το στερνοπούλι της, είναι πολύ μικρός για να πάρει όπλο και οι κόρες της ασχημάτιστες κοπελίτσες. Το σφίξιμο που νιώθει, δεν μειώνει την περηφάνεια της.
Έχει μεγαλώσει σε οικογένεια που περίμενε την απελευθέρωση της πατρίδας δίπλα στην Εκκλησία και τον Λόγο του Θεού. Της έλαχε να παντρευτεί έναν σπουδαίο άντρα, έναν άντρα που όλοι υπολογίζουν και τώρα είναι ο αρχιστράτηγος των ξεσηκωμένων Ελλήνων. Εκείνη υπέμενε όλα αυτά τα χρόνια την συχνή, πολύμηνη πολλές φορές, απουσία του αγόγγυστα χαρίζοντάς του τέσσερις γιους. Ο πρωτότοκος Γιαννάκης της, πρωτοπαλίκαρο διαλεχτό, έχει γίνει Φρούραρχος της Νάουσας για τις ανάγκες του ξεσηκωμού.
Ο άντρας της ερχόταν σαν κλέφτης- γιατί κλέφτης ήταν για τους Τούρκους- για λίγο, για μια ανάσα, ίσα για να σπέρνει το επόμενο παιδί. Τα νιάτα της μαράθηκαν στη μοναξιά και στην έγνοια των παιδιών, μα η περηφάνεια την έκανε να περπατά με το κεφάλι ψηλά και με αυστηρή ματιά. Ήταν σεβαστή κυρά, γυναίκα τιμημένου οπλαρχηγού και μετά από τόσα χρόνια είχε ανακαλύψει τρόπους να μαθαίνει τόσο τι συνέβαινε γύρω της, όσο κι εκεί που πολεμούσε ο Τάσος της. Βλέποντας τώρα τις φωτιές να ξεφυτρώνουν όλο και περισσότερες αφανίζοντας τα γύρω χωριά, ήταν βέβαιη ότι η Νάουσα έπεσε.
«Παναγιά μου, φύλαγε τους άντρες μου» προσευχήθηκε ανεβάζοντας τα προβληματισμένα μάτια της στον ουρανό.
Ποδοβολητά αλόγων και όλο και δυνατότεροι αλλαλαγμοί την έκαναν να στρέψει τα μάτια της αριστερά, στο μονοπάτι που οδηγούσε στο σπιτικό της. Ένα λεφούσι Τούρκων ερχόταν καταπάνω της. Έβαλε φωνή στα κορίτσια ν’ αφήσουν τις κότες και να πάνε κοντά της.
«Πού είναι ο αδελφός σας;» τις ρώτησε αυστηρά μόλις πλησίασαν.
«Στο στάβλο, κάνει παρέα στο γαϊδούρι» είπε περιφρονητικά η μεγαλύτερη.
«Πάτε κι εσείς και μη σαλέψετε αν δεν μ’ ακούσετε!»
Τα κορίτσια έφυγαν το επόμενο δευτερόλεπτο. Δεν υπήρχε περίπτωση ανυπακοής. Ο λόγος της μάνας ήταν πάντα διαταγή, αυστηρότερος και από του πατέρα που ήταν πάντα πιο γλυκός, ίσως επειδή έμενε κοντά τους για λίγο.
Οι Τούρκοι έφτασαν και ξεπέζεψαν. Μόνον ο επικεφαλής έμεινε καθισμένος πάνω στο άλογό του μοιράζοντας διαταγές εξαγριωμένος, αλλά κι ευχαριστημένος μαζί.
«Κάντε γρήγορα, ορε! Μη χάσουμε τη μέρα μας εδώ. Πάρτε την Καρατάσαινα, μπείτε στο σπίτι, πάρτε ό, τι θέλετε, βρείτε και τα παιδιά της και φεύγουμε! Αϊντε!!»
Οι Τούρκοι στρατιώτες εκτέλεσαν τις εντολές με βροντερά γέλια. Άρπαξαν την Καρατάσαινα, έδεσαν τα χέρια της πίσω και σφιχτά, την έφτυσαν και την πέταξαν πάνω σ’ ένα σαραβαλιασμένο κάρο. Το κεφάλι της χτύπησε και κάτι σκληρό και ένιωσε να τρέχει αίμα. Ωστόσο δεν έβγαλε μιλιά.
«Ηρθε η ώρα της πληρωμής» σκέφτηκε ανέκφραστη. Το ήξερε ότι κάποια στιγμή θα πλήρωνε με τη ζωή της, επειδή ήταν η γυναίκα του ατρόμητου Τάσου Καρατάσου.
Στα επόμενα λεπτά οι Τούρκοι λεηλάτησαν το σπίτι, έριξαν δίπλα της τα κορίτσια κι ετοιμάστηκαν να φύγουν.
«Μάνααα!»
Η κραυγή του μικρού της γιου έσκισε τα στήθη της σαν μαχαιριά. Τούρκικες βρισιές κι ένα ηχηρό χαστούκι ήταν η συνέχεια.
«Μη σκούζεις, είσαι γιος του Καρατάσου!» του φώναξε.
Ο μικρός δεν ξανακούστηκε, τον είχε ντροπιάσει η μάνα του. Ένας στρατιώτης τον έριξε γελώντας σ’ ένα μεγάλο κοφίνι, το σκέπασε και το ανέβασε σ’ ένα άλλο κάρο, γεμάτο κοφίνια με μικρά παιδιά που έκλαιγαν και οδύρονταν.
Τα κορίτσια δεν τολμούσαν να μιλήσουν. Δεμένα όπως ήταν, προσπάθησαν να πλησιάσουν τη μάνα τους σούρνωντας τα σώματά τους. Τουλάχιστον ν’ ακουμπήσουν στο δικό της σώμα, ν’ αφήσουν τα κεφάλια τους πάνω της, να νιώσουν κάποια σιγουριά.
***
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΔΩ: Δήμητρα Παπαναστασοπούλου
.…………………..
Γίνετε μέλος της ομάδας μας “Βιβλίων Ορίζοντες” στο facebook πατώντας το παρακάτω σύνδεσμο
Βιβλίων Ορίζοντες
Επιμέλεια άρθρου : Καλλιόπη Γιακουμή