Οι ιστορίες των αγαπημένων μας Χριστουγεννιάτικων γλυκών..
Η ιστορία του κουραμπιέ..
Μόλις οι κούτες με τα στολίδια βγουν από την αποθήκη και το πατάρι, μόλις τα πρώτα λαμπάκια ανάψουν και μόλις οι πρώτες λίστες με δώρα αρχίζουν να γράφονται τότε είναι σίγουρο ότι το άρωμα του αγαπημένου μας κουραμπιέ, η μυρωδιά του αληθινού βουτύρου και του φρεσκοψημμένου αμύγδαλου θα πλημμυρίσει το σπίτι.
Το αγαπημένο γλυκό των Χριστουγέννων μας πηγαίνει πίσω στον 7ο αιώνα στην περιοχή της Περσίας. Ενώ ο Λίβανος διεκδικεί και αυτός την πατρότητα του κουραμπιέ.
Στην τούρκικη γλώσσα η λέξη «κουραμπιέ» σημαίνει μπισκότο. Στην Τουρκία συναντάμε αντίστοιχα γλυκά, όπως και στην Αλβανία ενώ διαφορετικές εκδοχές βρίσκουμε και στα ισπανόφωνα κράτη με το ονομαστό «πολβορόν» αλλά και στην Αγγλία με το κλασσικό «shortbread» που κινείται επάνω στην συγκεκριμένη τεχνική ζαχαροπλαστικής.
Ο κουραμπιές λογίζεται ότι έφτασε στην Ελλάδα μαζί με τους πρόσφυγες που ήρθαν από την Μικρά Ασία και συγκεκριμένα την Σμύρνη, όπου εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Νέας Καρβάλης, στην Καβάλα. Οι κουραμπιέδες της Νέας Καρβάλης θεωρούνται οι κορυφαίοι σε όλη την χώρα με την παράδοση να περνά από γενιά σε γενιά και την ποιότητα και την τεχνική να παραμένουν σταθερές.
Διαφορετικές εκδοχές συναντάμε και σε όλη την χώρα με την Αρκαδία και τους φημισμένους καρυδοκουραμπιέδες της αλλά και με τα Γρεβενά και τα πεντανόστιμα σαλιάρια– τα οποία μοιάζουν αρκετά γευστικά με τον κουραμπιέ αλλά φτιάχνονται κατά βάση με λάδι και γεμίζονται με ένα μείγμα από καρύδια και μπαχαρικά.
Ο κουραμπιές έχει συνδεθεί άμεσα με την περίοδο των Χριστουγέννων αν και τα ήθη και έθιμα μας τον καθιστούν σαν το κατεξοχήν εορταστικό κέρασμα που δίδονταν στους γάμους, στις βαπτίσεις και στις γιορτές καθ’ όλη την διάρκεια του χρόνου.
Σήμερα, με την έρευνα και την εξέλιξη της γαστρονομίας και της ζαχαροπλαστικής βρίσκουμε πολλές και διαφορετικές συνταγές που παντρεύουν τεχνικές και υλικά με σεβασμό στην παραδοσιακή συνταγή που όλοι λατρεύουμε.
Η ιστορία του μελομακάρονου…
Από την άλλη το μελομακάρονο έχει ένα ποιο… «μακάβριο» παρελθόν. Πρόκειται για ένα ελληνικό γλύκισμα που παρασκευάζεται βασικά από αλεύρι, σιμιγδάλι, λάδι, χυμό πορτοκαλιού και μέλι. Η ονομασία τους προέρχεται ουσιαστικά από την λέξη «μακαρωνία», ένα πιάτο που σέρβιραν κατά τη μεσαιωνική περίοδο στο νεκρώσιμο δείπνο.
Η μακαρωνία με τη σειρά της έρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «μακαρία», που δεν ήταν άλλο από την ψυχόπιτα, δηλαδή, ένα κομμάτι άρτου, στο σχήμα του μελομακάρονου, το οποίο το προσέφεραν μετά την κηδεία.
Στους νεότερους χρόνους ένα γλύκισμα που έμοιαζε με τη μακαρία βουτήχτηκε στο μέλι και γι αυτό ονομάστηκε μελομακάρονο. Οι Ιταλοί, έθνος με παράλληλο πολιτισμό, διατήρησαν τη λέξη μακαρωνία στη λέξη maccarone (: μακαρόνι). Οι Έλληνες συνέχισαν, τουλάχιστον, για τρεις χιλιάδες χρόνια να χρησιμοποιούν λέξεις, όπως: μακάρι, μακάριος, μακαρίτης, μακαριστός και τελευταία, μακαρονάς, μακαρονάδα και άλλα.