Η κοπέλα απαρηγόρητη πέθανε από τον καημό της.
Άπω εκείνη την στιγμή λένε, ότι τα βράδια γυρνάει μια νύφη στα σοκάκια της Παλιάς Πόλης κλαίγοντας.
Στην περιοχη “Τρεις” στην Ρόδο υπαρχει μια απότομη κατηφόρα και πολλές επικίνδυνες στροφές, που περναει μέσα από δασική έκταση. Όλη αυτή η περιοχή δεν ρευματοδοτείται πάρα μόνο στην αρχή και στο τέλος του συγκεκριμένου δρόμου και αυτό για πολύ λίγα μέτρα. Η ιστορία του θρύλου που θα σας αφηγηθώ λοιπόν θέλει μια νύφη, να σκοτώνεται σε αυτόν τον δρόμο την μέρα του γάμου της, καθώς πήγαινε στην εκκλησία. Πολλοί κάτοικοι του νησιού, αλλά και της περιοχής, υποστηρίζουν πως έχουν δει πολλές φόρες μια γυναικεία φιγούρα, ντυμένη νύφη, να εμφανίζεται στην ίδια στροφή που σκοτώθηκε πριν χρόνια, η νύφη της ιστορίας μας. Τρομάζει οδηγούς και περαστικούς καθώς εμφανίζεται εντελώς απρόσμενα μπροστά τους. Φοράει πάντα το νυφικό της, κάποιες φορές διασχίσει τον δρόμο, άλλες περπατάει προς το μέρος των αυτοκινήτων και άλλες κάθεται στην μέση του δρόμου, προκαλώντας την άμεση αντίδραση των οδηγών, που στην προσπάθεια τους να την αποφύγουν, διατρέχουν πάντοτε τον κίνδυνο σοβαρού για την ζωή τους, τροχαίου ατυχήματος. Εδώ θα ήθελα να αναφέρω ότι όταν έμενα στην Ρόδο, για ένα διάστημα χρειαζόταν να διασχίσω αυτόν τον δρόμο καθημερινά και πάντα μετά τις 12..τα μεσάνυχτα. Πολλές φορές ευχόμουν κάτι να δω.. ποτέ δεν είδα. Όμως πάντα μια ανησυχία την είχα, πάντα με ανατρίχιαζε η τοποθεσία, πάντα ήμουν σε επιφυλακή και πάντα ένιωθα πως κάποιος με παρακολουθούσε, μέσα από τις σκιές των δέντρων.
αφήγηση Ρούλα Σκουμιου
Σε ένα σπίτι μιας γειτονιάς στα Κοσκινού Ρόδου, έβγαινε κάθε βράδυ ένα τοσοδούλι αραπάκι με κόκκινο σκουφάκι.
Οι έγκυες γυναίκες του σπιτιού απέβαλλαν. Μα και ξένες σαν τύχαινε να κοιμηθούν εκεί. Ώσπου το κακό είχε παραγίνει, οπότε φώναξαν τον δεσπότη να κάνει αγιασμό και να διαβάσει τα κατάλληλα λόγια. Από τότε δεν ξαναφάνηκε και δεν υπήρξε άλλο ατύχημα.
Σε πολλά χωριά του νησιού υπάρχουν παραλλαγές σε ιστορίες φαντασμάτων που όπως αποδείχτηκε δεν ήταν παρά παράνομοι εραστές. Τυλιγμένοι με άσπρα σεντόνια έβγαιναν νύχτα για τις ανομίες τους κι αν τους έβλεπε κάποιος απρόοπτα, δεν δίσταζαν να τον τρομοκρατήσουν.
Εκεί που λέτε ζούσε μια τυπική ελληνική οικογένεια. Η γιαγιά της οικογένειας είχε εκφράσει μια επιθυμία να ταφεί λέει στην πίσω αυλή του σπιτιού της όπου ζούσαν όλοι μαζί όταν θα έφθανε η ώρα της …Κάτι το οποίο ήταν αδύνατο να γίνει όπως καταλαβαίνετε…
Έτσι όταν πέθανε η γιαγιά την κήδευαν κανονικά στο νεκροταφείο της περιοχής.
Μετά από λίγους μήνες, ο εγγονός της θανουσας έφτιαξε μια επιχείρηση που δεν πήγαινε καλά και χρεοκωπησε .Οι οικογένεια αναγκάστηκε να πουλήσει το σπίτι σε έναν συγχωριανό και έφυγε από το μέρος για άγνωστη κατεύθυνση.
Λίγο καιρό όμως μετά άρχισαν τα περίεργα φαινόμενα…
Οι νέοι κάτοικοι του σπιτιού κάποιες νύχτες άκουγαν κραυγές από την πίσω αυλή
Ταυτόχρονα όμως εμφανίστηκαν στους τοίχους του σπιτιού κάποια περίεργα γράμματα το βράδυ να το πρωί εξαφανιζόταν ,ένα βράδυ που λέτε ένα βάζο του σπιτιού σηκώθηκε στον αέρα και χτύπησε στο παράθυρο που έβλεπα στην αυλή
Οι καινούργιοι ιδιοκτήτες κάλεσαν κάποιος ειδικούς από την Αθήνα που με τα ειδικά όργανα τους ανίχνευσαν στο σπίτι υψηλά επίπεδα ψυχοσυνθετικής ενέργειας ή αλλιώς ΑΥΡΑ
Χωρίς δεύτερη σκέψη σκέψη οι άνθρωποι έφυγαν από το σπίτι αυτό .Έκτοτε λένε γυρνάει εκεί μέσα το πνεύμα της γιαγιάς .
Το σπίτι είναι ερειπωμένο..
Το πνεύμα της γιαγιάς έδιωξε τους << Παρείσακτους>>
Καιρό έχω να πάω σε αυτό το μέρος……..
Το 19 αιώνα ζούσε μια κοπέλα στο χωριό. Ήταν απελπισμένης και δυστυχισμένη γιατί οι γονείς της την απομάκρυναν από τον μεγάλο έρωτα της και δεν την άφηναν να τον παντρευτεί
Η στεναχώρια της για την άδικη απόφαση των γονιών της ήταν τόσο μεγάλη που δεν άντεξε αυτοκτόνησε , πέφτοντας από έναν μεγάλο βράχο που φαίνεται στην είσοδο του χωριού.
Μετά από λίγο καιρό οι γονείς της πέθαναν.
Σήμερα πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν πως κάποια βράδια ,ακούνε κλάματα και ουρλιαχτά στο σημείο της αυτοκτονίας. Σηκώνονταν δε το βλέμμα τους στο βράχο, βλέπουν την αέναη σκιά μιας κοπέλας που φαίνεται σαν να φοράει άσπρο νυφικό φόρεμα, να προχωράει σιγά σιγά πάνω στο βράχο, να κοντοστέκεται και μετά από λίγο να πέφτει.
Κι αυτό όπως λένε εκεί στο χωριό γίνεται ξανά και ξανά και θα γίνεται για πάντα
Αν δεν πιστεύετε την ιστορία πηγαίνετε ένα βράδυ στο βράχο της Στενής. Ίσως και να δείτε το φάντασμα της απελπισμένης νεκρής νύφης. Ίσως και να ακούσετε το θρήνο της.
Ανατρίχιασα τώρα καιρό έχω να πάω στο χωριό ….
“Η υπόσχεση του παππού”
Κάποτε δόθηκε σε ένα νεαρό κορίτσι μια υπόσχεση:
“αν εσύ θελήσεις εγώ θα τον διώξω”…
Τότε ήταν συζήτηση μεταξύ ενός παππού και μιας εγγονής. Όταν η εγγονή πήρε την απόφαση, αρκετά μεγαλύτερη φυσικά να διώξει αυτόν τον άνθρωπο από κοντά της, ο παππούς της είχε πεθάνει 13 χρόνια νωρίτερα.
Λέγεται ότι γεμάτη απόγνωση έστρεψε τα μάτια της στον ουρανό και είπε:
“κάποτε μου είχες πει θα τον διώξεις, τώρα που σε χρειάζομαι που είσαι;”.
Ο άνθρωπος που προσπαθούσε να διώξει τα δυο τελευταία χρόνια από τη ζωή της, όταν τελικά ανέκτησε τις δυνάμεις της και στάθηκε στα πόδια της, έφυγε μερικές ημέρες μετά, ανήμερα του θανάτου του παππού της.
Ο μύθος της νύφης
Αφήγηση: Φαίη Δεληγιώργη
Τη δεκαετία του 1950 σε ένα χωριό της Εύβοιας μια οικογένεια ετοιμάζονταν για γάμο της μικρότερης κόρης της
Η Κοπέλα ήταν μόλις 17 ετών και οι φτωχοί γονείς της την ανάγκασαν να παντρευτεί με ένα πλούσιο μεσήλικα, για καθαρά συμφεροντολογικά αίτια.
Το κορίτσι ικέτευε τον πατέρα να μην την παντρέψει με τον ηλικιωμένο, αλλά όλες οι προσπάθειες τις απέτυχαν .
Έτσι λίγο πριν το γάμο το έσκασε φορώντας το νυφικό της, πήγε σε ένα εκκλησάκι που βρισκόταν κάποια χιλιόμετρα μακριά,από το σπίτι της ,στην περιοχή ΚΑΜΙΝΙ και εκεί, περνώντας μια θηλιά στο λαιμό της αυτοκτόνησε.
Λίγους μήνες μετά , πολλοί ντόπιοι και περαστικοί από τους χωματόδρομους του μικρού χωριού, άρχισαν να να μιλάνε για αναπάντεχες συναντήσεις με ένα φάντασμα μιας κοπέλας που φορούσε νυφικό.
Αργότερα το ξωκλήσι που φιλοξένησε τις τελευταίες δραματικές στιγμές της κοπέλας γκρεμίστηκε.
Τη θέση του πήρε μια μεγάλη κτηνοτροφική μονάδα.
Σήμερα πολλοί ισχυρίζονται πως κάποια βράδια εξακολουθεί να εμφανίζεται στην περιοχή η οπτασία της νύφης .
Στέκεται στη μέση του δρόμου, κοιτώντας τους έκπληκτους οδηγούς στο χωματόδρομο, με ένα κενό βλέμμα, σα να ζητάει βοήθεια. Σα να μη θέλει ακόμα να γίνει αυτός ο γάμος….
Που το θυμήθηκα βραδιάτικα δεν ξέρω ……
“Η νεράιδα”
Αφήγηση: Φαίη Δεληγιώργη
Ένα παλικάρι κάποιο τέτοιο βράδυ περνούσε από εκεί και κρύφτηκε για να δει τι συμβαίνει και τότε την είδε…..μια νεράιδα η ομορφότερη από όλες με χρυσά μαλλιά μέχρι την μέση στολισμένα με λουλούδια..
Έφυγε σαν τρελός αλλά ήταν ήδη αργά ή Νεράιδα του πήρε την καρδιά δεν μπορούσε να τη ξεχάσει .Έτρεξε στη γεροντοτερη του χωριού να του πει τι θα κάνει πως θα την αποκτήσει. Η Γριά του είπε ότι έπρεπε να της πάρει το μαντήλι που φορούσε στο λαιμό …
Πάει και το επόμενο βράδυ λοιπόν και χωρίς να φοβηθεί χωρίς δεύτερη σκέψη την πλησιάζει και της αρπάζει το μαντήλι και τότε αυτή έμεινε για πάντα κοντά του ,την παντρεύτηκε έκαναν δύο παιδιά
Αυτή υπάρχει ακόμη στο χωριό αυτό .
Όλοι ξέρουν ότι είναι Νεράιδα είναι πολύ όμορφη ,μια μέρα που πήγα στο χωριό την είδα έστεκε εκεί λυγεροκορμη με τα ξανθά
της μαλλιά να ανεμίζουν στο απαλό αεράκι της βραδιάς
πολύ όμορφη…..καιρό εχω να πάω από εκεί ………
“Η γουρούνα με τα 7 χρυσά γουρουνάκια”
αφήγηση Polyxeni Stavraki
Στα Μέγαρα υπάρχει ο θρύλος της γουρούνας με τα 7 χρυσά γουρουνάκια. Κατ άλλους πρόκειται για θησαυρό των πειρατών και κατ άλλους για θησαυρό της αρχαίας πολύς των Μεγάρων.Λέγεται πως στο σημείο όπου πέφτει το πρώτο φως του ήλιου το πρωί στο κόκκινο χώμα (περιοχή στον κάμπο των μεγάρων) βρίσκεται κρυμμένη η γουρούνα με τα γουρουνάκια στην είσοδο του παλατιού όπου βρίσκεται κρυμμένος και ένας πολύ μεγάλος θησαυρός. Επίσης αντίστοιχος θρύλος υπάρχει και σχετικά με το όρος Καβελάρης ή το όρος Βόρρας όπου σε μια σπηλιά έχουν κρύψει έναν μεγάλο θησαυρό που τον φυλάνε οι ανεράιδες. Αν μπεις στη σπηλιά χωρίς κακή πρόθεση και δεν είσαι άπληστος δεν βλέπεις κάτι, αν και νιώθεις περίεργα λένε όμως αν μπεις με πρόθεση να πάρεις το θησαυρό τότε σε χτυπούν οι ανεράδες (νεράιδες) μέχρι να φύγεις κ να ορκιστείς να μην ξαναγυρίσεις. Μέχρι πριν λίγα χρόνια υπήρχαν άνθρωποι που ισχυρίζονταν πως είχαν πάει να βρουν το θησαυρό και τους χτυπούσαν χωρίς να βλέπουν κανέναν.
Η γριά στα Φώτα
Σας αναφέρω κ το θρύλο της γριάς στα Φώτα όπου βασίζεται σε πραγματικό περιστατικό.
Πριν από αρκετά χρόνια έβαζαν κόντρες στην συγκεκριμένη περιοχή καποιοι πιτσιρικάδες με τα μηχανάκια.
Το ένα παλικάρι σκοτώθηκε.
Από τότε η μάνα του κάθε φορά που γίνονται κόντρες εκεί εμφανίζεται τρομάζοντας τους νέους για να φύγουν. Πολλοί λένε πως έχουν χτυπήσει εξ αιτίας της.
ΦΘΙΩΤΙΔΑ
“Οι νεραιδες”
Λοιπόν : Θα σας γράψω κ εγώ κάτι που μου είπαν τα πεθερικά κ το οποίο είχαν ακούσει από παλιότερους…
Ο μύθος έλεγε ότι στο δάσος που βρίσκεται στην πόλη μας ( Αταλάντη Φθιώτιδος), υπήρχε ένα πηγάδι….ξέρετε αυτά τα πολύ παλιά….
Τριγύρω υπήρχε βλάστηση…
Κάποιο βράδυ ένας κάτοικος έτυχε να περνάει
από το σημείο . …
Άκουσε τότε τραγούδια με μελωδικές φωνές που σε μάγευαν .
Κοντοστάθηκε παραπέρα κ είδε νεράιδες να χορεύουν πιασμένες χέρι χέρι γύρω από το πηγάδι..
Όμως τον αντιλήφθηκαν κ χάθηκαν απότομα…
Μετά από λίγο καιρό ο κάτοικος τρελάθηκε κ πέθανε…
Από τότε όταν υπάρχει απόλυτη ησυχία κ είσαι στο δασάκι ίσως ακούσεις τις μελωδικές φωνές….
ΛΕΥΚΑΔΑ
“Ο φάρος της κυράς”
αφήγηση Νατάσα Αργυρού
Καλησπέρα σε όλους εσάς. Κατάγομαι από την Λευκάδα οπότε θα σας παραθέσω έναν τοπικό θρύλο.Στο νησί μας υπάρχει το ακρωτήριο Λευκάτα ή αλλιώς φάρος της κυράς. Από εκεί λοιπόν σύμφωνα με τον θρύλο αυτοκτόνησε η ποιήτρια Σαπφώ επειδή δεν γύρισε ο άντρας που της υποσχέθηκε πως θα την παντρευτεί. Κάποια βραδιά λοιπόν οι ντόπιοι λένε πως βλέπουν μια φωτιά να καίει στην άκρη του ακρωτηρίου και οι θαλασσινοί αέρηδες φέρουν στα αυτιά τους γυναικεία κλάματα και παράπονα. Στο σημείο η θάλασσα είναι πάντα ταραγμένη..
αφήγηση Νατάσα Αργυρού
“Ένας άδικος θάνατος”
Σκοτώνουν με άγριο τρόπο ένα παλικάρι για ασήμαντο λόγο και εξαφανίζονται. Οι χωριανοί το βρίσκουν την επόμενη μέρα και κάνεις δεν γνωρίζει τίποτα.. Η ψυχή ζητά δικαίωση τα βράδια ακούγονται φωνές κλάματα στο συγκεκριμένο μονοπάτι δεν τολμά να περάσει κανένας. Πάνε από άλλο μονοπάτι στο ξωκκλήσι. Όμως οι ντόπιοι διηγούνται πως πέρασε ένας χειμώνας άνυδρος και αποφασίζουν να κάνουν λιτανεία στην εικόνα της Αγίας Παρασκευής. Την σηκώνουν δύο χεροδύναμα παλικάρια μα μόλις η εικόνα περνά από το μέρος του φονικού πέφτει κάτω βαριά και γίνεται ασήκωτη.
Αποφασίζουν να γίνει ένα μνημόσυνο και οι γυναίκες του χωριού να φτιάξουν πίτες και κόλλυβα. Τελείται το μνημόσυνο με όλα τα έθιμα και η λιτανεία συνεχίζεται.μαλάκωσε η πονεμένη ψυχή και άφησε τους χωριανούς να περνούν…
ΝΟΜΟΣ ΠΕΛΛΑΣ
Ο μύθος της Παναγιάς
Αφήγηση: ΕΛΕΝΗ ΤΑΜΤΑΚΟΥ
Στο δικό μου το χωριό στην Πιπεριά Αριδαίας υπάρχει ένας θρύλος σχετικά με μια εικόνα της Παναγίας.
Ο θρύλος λέει ότι η εικόνα της Παναγιάς η Βρεφοκρατούσα ήρθε από την Μικρά Ασία κρυφά,μέσα στα ρούχα των χωρικών. Οι άνθρωποι αυτοί από την Γωνιά της Μικράς Ασίας εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Αριδαίας. Έκτισαν την εκκλησία στο κέντρο του χωριού και δίπλα φύτεψαν έναν πλάτανο. Ηταν μια μικρή εκκλησία ίσα να χωρά τους κατοίκους. Με τα χρόνια ο πληθυσμός αυξήθηκε και δεν χωρούσαν όλοι μέσα στην εκκλησία. Αποφάσισαν λοιπόν να κτίσουν μια μεγάλη εκκλησία σε απόσταση εκατό μέτρων. Όταν ετοιμάστηκε η εκκλησία άρχισαν να μεταφέρουν τις εικόνες.Την εικόνα της Παναγιάς την μετέφεραν δύο γυναίκες.Η μία από αυτές δεν πίστευε ότι η εικόνα ήταν θαυματουργή και το έλεγε κατά την μεταφορά της..Το ίδιο βράδυ απλώθηκε σε όλο το χωριό ένα άρωμα περίεργο που έκανε όλους τους κατοίκους να σηκωθούν από τα κρεβάτια τους και να βγούνε έξω από τα σπίτια τους. Πρίν καλά καλά ξυπνήσουν ακούστηκαν οι καμπάνες να χτυπούν δυνατά και επίμονα!!!Όλοι έτρεξαν στην εκκλησία για να μάθουν τι συμβαίνει.Και τότε προς εκληξή τους είδαν τον παπά να τους δείχνει κάτι πάνω στον πλάτανο που ήταν δίπλα στην παλιά εκκλησία.Και ώ!!!! Ναι ήταν πάνω στο δένδρο η εικόνα της Μεγαλόχαρης!!!!Το άρωμα ήταν λιβάνι και ήταν πι ό έντονο τώρα!!!Μαζεύτηκαν παπάδες και κόσμος πολύς από τα γύρω χωριά.Όλοι μαζί έψαλαν και δύο άτομα ανέβηκαν πάνω στο δένδρο και κατεβασαν την εικόνα.Μεταφερθηκε στην αριστερή πλευρά του ναού και σήμερα θεωρείται θαυματουργή!!!Γιορτάζει τον Δεκαπενταύγουστο και είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου.Αυτό το γεγονός μου το αφηγήθηκε ο παππούς μου !!!!
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
“Προσωπική εμπειρία”
Αφήγηση: Christina Chris Athanasiadou
Εγώ θα σας πω κάτι που βίωσα εγώ.
Ηταν Τσικνοπέμπτη, μετά το σχόλασμα πήγαμε στο σπίτι μιας φίλης κάναμε καφέ και τα τσιγάρα πήγαιναν και έρχονταν, λέγοντας ιστορίες πνευμάτων που είχαμε ακούσει επί το πλείστον από τους παππούδες και γιαγιάδες μας. Το τασάκι ήταν γεμάτο αποτσίγαρα και σπίρτα καμένα, ξαφνικά κάνει ένα τσαφ και ανάβει μια φωτιά μέσα στο τασάκι.
Τρομάξαμε αλλά η μια από εμάς έπαθε σοκ την πήγαμε στην κουζίνα να τις πλύνουμε το πρόσωπο και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Πήραμε μια εικόνα που ήταν μια χάρτινη ζωγραφιά της Παναγίας και ήταν σε μία γωνία λίγο σχισμένη. Λέγοντας την προσευχή και προσπαθώντας να κάνουμε την φίλη μας να μιλήσει και να πει και αυτή την προσευχή η γωνιά που έλειπε από την εικόνα άλλαζε χρώμα το ένα πίσω από το άλλο.
Μόλις πήρε το αρχικό της χρώμα της φίλη μας λύθηκε η γλώσσα της και είπε την προσευχή. Λένε ότι την Τσικνοπέμπτη τα πνεύματα κυκλοφορούν ανάμεσα μας, εγώ το πιστεύω.
“Η σκοπιά Νο4”
Αφήγηση Χάρης Αποστόλου
Στην απέναντι γραμμή του τηλεφώνου ήταν η φωνή του παλιόφιλού μου, Σόλων. Είχα να ακούσω νέα του αρκετό καιρό, επομένως η χαρά μου ήταν μεγάλη. Αφού μιλήσαμε για ώρα και είπαμε τα πάντα όσα μας είχαν συμβεί τελευταία, ο ίδιος, θυμήθηκε τι είχαμε ζήσει σαν σήμερα πριν 14 χρόνια.
Ήταν ένα βράδυ του Ιούλη του 2004
• ένα βράδυ που δεν υποσχόταν μεγάλες συγκινήσεις, πόσο μάλλον στο χώρο ενός φυλακίου στον Έβρο, στα σύνορα με την Βουλγαρία και μάλιστα στις 3 η ώρα τα χαράματα. Η υπηρεσία μας ήταν απλή, πλην όμως επίπονη λόγω της βαρβαρότητας της ώρας, καθώς έπρεπε να κάνουμε μια τρίωρη περιπολία σε όλο το στρατόπεδο. Η έκτασή του ήταν μεγάλη για τα δεδομένα ενός φυλακίου, αφού στις αποθήκες του φυλάσσονταν νατοϊκά όπλα μεγάλης αξίας και σημασίας.
Οι σκοπιές του ήταν οκτώ • επτά όμως, ήταν αυτές που φυλάσσονταν. Αυτή που ήταν κενή, η σκοπιά τέσσερα -το γράφω μετά από 14 ολόκληρα χρόνια και η καρδιά μου πάει να σπάσει- έχει πίσω της (όπως πολλές σκοπιές άλλωστε) έναν σπαραχτικό μύθο. Τον μύθο των διδύμων.
Ο μύθος αυτός έλεγε ότι κάποτε, γύρω στο 1994, ένα παλικάρι φύλαγε σκοπιά εκεί ένα βράδυ. Ο δίδυμος αδερφός του, έκανε περιπολία μαζί με έναν άλλον, καλή ώρα όπως εγώ με τον Σόλων, το βράδυ εκείνο του Ιούλη. Ο ένας αδερφός, είχε συμφωνήσει να κάνει πλάκα στον αδερφό του που φύλαγε σκοπιά. Κρυμμένος λοιπόν μαζί με τον άλλον πίσω από έναν θάμνο, πετούσαν πέτρες και έκαναν περίεργους θορύβους, τρομάζοντας τον σκοπό. Αυτός μετά από αλλεπάλληλες προειδοποιήσεις, πυροβόλησε προς το θάμνο. Όταν διαπίστωσε ότι σκότωσε τον αδερφό του, έστρεψε το όπλο στο πηγούνι του και πάτησε τη σκανδάλη, αφήνοντας το άψυχο σώμα του πάνω σε αυτό του αδερφού του. Αυτή η ζοφερή ιστορία ήταν και η αιτία που πλέον δεν φυλάσσονταν η σκοπιά τέσσερα. Πίσω στην ιστορία μας, θα ήταν η τελευταία ώρα της περιπολίας μας, όταν εγώ και ο Σόλων περάσαμε την σκοπιά τρία και περπατούσαμε προς την πέντε. Εδώ θα ήταν πρέπον να πω ότι η σκοπιά τέσσερα, ήταν απομονωμένη, στο βάθος ενός μικρού αλλά τρομακτικού και σκοτεινού δάσους. Καθώς πλησιάζαμε, ένα έντονο φως φαινόταν στο βάθος, όπου έδειχνε ξεκάθαρα πως προερχόταν από την σκοπιά τέσσερα. Αφού κοιταχτήκαμε με τον Σόλων στα μάτια, αποφασίσαμε να μη δώσουμε σημασία και προχωρήσαμε με κατεύθυνση την σκοπιά πέντε. Σχεδόν αμέσως, ένας απεχθής και ανατριχιαστικός λυγμός ακούστηκε μέσα στη σιωπή του δάσους. Το φως της σκοπιάς έγινε εντονότερο. Μια αρχέγονη ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί μου καθώς ο λυγμός γινόταν κλάμα. Δεν ήταν η φαντασία μου. Ακριβώς το ίδιο βλέμμα φόβου είχε και ο Σόλων. Ένιωθα σαν να ήμουν μικρός τόσος δα, μέσα σε ένα δάσος, με διάφορες μορφές σαν σκιές να χορεύουν γύρω μου σαν σε λιτανεία. Όταν πια ασπρίσαμε από το φόβο μας, αποφασίσαμε με τον Σόλων να γυρίσουμε στους θαλάμους. Αφού γυρίσαμε κακήν κακώς και πέσαμε στα κρεβάτια μας χωρίς να πούμε κουβέντα, πέσαμε για ύπνο.
Την άλλη μέρα το πρωί, αφού πλυθήκαμε και αφού συνειδητοποιήσαμε πως ότι ζήσαμε το προηγούμενο βράδυ ήταν πραγματικό, αποφασίσαμε να πάμε για τον επίλογο. Το μονοπάτι που οδηγούσε στην τέσσερα, ήταν λιγότερο τρομακτικό την ημέρα και μέσα σε λίγα λεπτά, βρισκόμασταν επιτέλους μπροστά από την στοιχειωμένη σκοπιά. Αυτό που αντίκρισαν τα μάτια μας θα μπορούσε να οδηγήσει οποιονδήποτε στην τρέλα, καθώς σταθήκαμε μπροστά σε έναν τόπο που έδειχνε να φιλοξενεί παγανιστικές τελετές αλλά και θυσίες, αφού παντού διάσπαρτα έβλεπες το ξερό και κόκκινο χρώμα του αίματος πολλών δεκαετιών. Αφού αδειάσαμε και αυτό το λίγο που μπορεί να είχαμε στο στομάχι μας, γυρίσαμε να φύγουμε, όταν στη θέαση του προβολέα που ευθυνόταν για το φως που βλέπαμε το προηγούμενο βράδυ, σταθήκαμε και οι δυο παγωμένοι. Ήταν εντελώς κατεστραμμένος εδώ και χρόνια…
“Το Πλάσμα “
Αφήγηση: Χάρης Αποστόλου
Ο Μάρκος ήταν πάντα ένα παιδί της λογικής. Οι ιστορίες με δράκους ποτέ δεν τον μάγεψαν και στην παιδική του ηλικία δε χρειαζόταν παραμυθάκια για να κοιμηθεί. Ήταν ψηλός, ευθυτενής, αδύνατος και μελαχρινός με μια ουλή στο δεξί μάγουλο, δώρο από κάτι αλήτες που τον λήστεψαν στα 18 του. Μεγάλωσε σε μια περιοχή της ανατολικής Θεσσαλονίκης, κοντά στου Βότση, εκεί όπου δεσπόζει εδώ και χρόνια ένα περίεργο εγκαταλελειμμένο αρχοντικό. Οι ιστορίες που ακούγονται να έχουν διαδραματιστεί στο εσωτερικό του, είναι πολλές και φρικιαστικές, με κάποιες από αυτές να καταλήγουν σε θανάτους και άλλες σε περίεργες εξαφανίσεις. Κάποιοι συμμαθητές του, ορκίζονταν πως άκουσαν ανθρώπους να κλαίνε, άλλους να γελάνε δαιμονικά σαν ύαινες, μέχρι και αρουραίους να περπατούν μέσα στους τοίχους, όμως ο Μάρκος γελούσε περιφρονητικά με τις ιστορίες τους.
Ένα καταραμένο βράδυ και αφού ο κολλητός του φίλος, ο Άρης του είπε πως θα πάνε για μπύρες με την υπόλοιπη παρέα, αποφάσισε να πάει και αυτός. Λίγη ώρα αφού έφυγε από το σπίτι, χτύπησε το κινητό του. Στην απέναντι γραμμή ήταν ο Άρης. Δε μπόρεσε να βγάλει άκρη με τα λεγόμενά του, καθώς μιλούσε περίεργα, με γρίφους, ενώ η φωνή του ήταν διαφορετική. Με λίγη επιμονή όμως, κατάλαβε πως η παρέα βρισκόταν στο καταραμένο σπίτι και έπινε τις μπύρες της εκεί.
Καθώς έμπαινε μέσα στην αυλή, ένα ρίγος τον διαπέρασε, βλέποντας την άγρια βλάστηση που επικρατούσε και έκοβε την θέα. Κάνοντας πέρα με τα χέρια του τις φυλλωσιές, βρέθηκε μπροστά στο κατώφλι της εξώπορτας του αρχοντικού. Αφού κοντοστάθηκε για μια στιγμή, αποφάσισε να περάσει μέσα.
Δεν ήταν εύκολο να διακρίνει κανείς και πολλά πράγματα, γιατί το σκοτάδι επικρατούσε σε όλο το μήκος του χολ που βρισκόταν τώρα ο Μάρκος. Γεγονός είναι πάντως πως δεν πήρε απάντηση από τους φίλους του όταν φώναξε τα ονόματά τους. Στο βάθος δεξιά είδε λίγο φως. Χωρίς δισταγμό αυτή τη φορά μπήκε μέσα στο δωμάτιο απ’ όπου προερχόταν το φως. Αυτό που αντίκρισαν τα μάτια του τον πάγωσαν ολόκληρο και αμέσως μετά λιποθύμησε.
Όταν συνήλθε μετά από ώρα και ξαναντίκρισε το ίδιο θέαμα, αποφάσισε να πάει κοντά. Μπροστά του βρίσκονταν τα τρία κρεμασμένα πτώματα των φίλων του συμπεριλαμβανομένου και του Άρη, σε άθλια κατάσταση, γεμάτα με γλίτσα σε όλο τους το σώμα. Οι κόγχες των ματιών τους ήταν εντελώς άδειες! Τότε ήταν που αποφάσισε να το βάλει στα πόδια.
Είχαν περάσει αρκετές ώρες και ο Μάρκος δε κατάφερνε να αποδράσει από αυτό το φρικτό μέρος. Για κάποιον περίεργο λόγο δε μπορούσε να βρει την έξοδο. Ο πανικός του έγινε ακόμα μεγαλύτερος, όταν ξαφνικά άρχισε να ακούει κάτι απεχθή σατανικά γέλια σαν της ύαινας. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει από το φόβο. Ξαφνικά μέσα στην τρέλα του ένιωσε κάτι να τον αγγίζει πίσω από τον ώμο του. Όταν γύρισε να το κοιτάξει, πρόλαβε να δει μόνο το σάπιο χέρι ενός πλάσματος από άλλον κόσμο, μακριά από κάθε λογική και αμέσως μετά έπεσε σε βαθύ σκοτάδι.
Κανείς δεν έμαθε τι απέγιναν οι 4 φίλοι. Μόνο κάποια μέρα μετά από χρόνια, μια παρέα φίλων που έκαναν εξερεύνηση στο αρχοντικό, αντίκρισαν το θέαμα τριών κρεμασμένων σκελετών σε ένα από τα δωμάτια, ενώ στον επάνω όροφο βρήκαν κρεμασμένο και απολύτως διατηρημένο το άψυχο σώμα του Μάρκου.
“Ο χορός των νεράιδων”
Αφήγηση: Christina Chris Athanasiadou
Μια ιστορία που με είπε η γιαγιά μου όπως και η θεία μου (αδερφή της γιαγιάς μου)σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Συνέβη στον πατέρα τους.
Κάθε πρωί φόρτωνε το γαϊδούρι και γυρνούσε στα χωριά να πουλήσει την πραγματια του. Μια μέρα τον πήρε η νύχτα. Γυρνώντας λοιπόν, σε μια πεδιάδα που την έλουζε η πανσέληνος, νεράιδες τραγουδούσαν και χόρευαν, μαγεμένος πήγε κοντά τους και τον περικύκλωσαν. Ώσπου η υπόσταση του έσβησε, ζούσε μόνο για το τραγούδι και τον χορό. Ξαφνικά ο γάιδαρος γκαριξε δυνατά και τον έβγαλε απο την ονειροπόληση. Έτρεξε γρήγορα μέχρι το σταυροδρόμι. Μόλις έφτασε ουρλιαχτά εσχισαν την νύχτα, γύρισε να κοιτάξει και οι νεράιδες μεταμορφώθηκαν σε κάτι άσχημα πλάσματα και ειχαν περικύκλωσει το γαϊδούρι. Άρχισε λοιπόν να τρέχει και έφτασε βαθιά μεσάνυχτα στο σπίτι. Είχε στραβωσει το στόμα του και είχε χάσει την μιλιά του. Έτρεξε η γιαγιά μου και φώναξε τον παπά του χωριού,τον διάβασε προσευχές και συνήλθε. Το στόμα επανήλθε στην θέση του και η ομιλία του αποκαταστάθηκε και τους εξιστόρησε ότι του συνέβη. Τότε ο παπάς του είπε ότι ευτυχώς πρόλαβε να φτάσει στο σταυροδρόμι και ότι αυτό του έσωσε την ζωή.
Το γαϊδούρι δεν το ξαναείδαν.
Το συμβάν έγινε στην Θάσο περίπου το 1925.
ΚΟΖΑΝΗ
“Η γυναικά με την πίτα…”
Το παρακάτω γεγονός έλαβε χώρα στην Αιανή Κοζάνης…
Μια μέρα από τις πιο ανυπόφορες του καλοκαιριού,πριν αρκετά χρόνια,ο Κώστας,ένας νεαρός γεωργός,δούλευε στα χωράφια του όταν ξαφνικά,στη μέση του “πουθενά”,εμφανίστηκε μια γυναίκα που του προσέφερε ένα κομμάτι πίτα.Του είπε να φάει και εκείνος την ρώτησε τι είδους πίτα ήταν. Όταν αυτή του απάντησε ο Κώστας της αποκρίθηκε πως δεν του άρεσε και πως αν είχε κάποιου άλλου είδους πίτα θα την προτιμούσε.Μέχρι να στρέψει το βλέμμα του στα άλογα που είχε δίπλα του και τον βοηθούσαν στη δουλειά του,η γυναίκα εξαφανίστηκε.Ο Κώστας επέστρεψε σπίτι και διηγήθηκε στη γυναίκα του την εμπειρία του. Μετά από λίγη ώρα ο νεαρός παρέλυσε από το λαιμό και κάτω.Η πεθερά του και μια άλλη συγγενής του τον φόρτωσαν σε ένα γαϊδούρι και τον πήγαν σε ένα άλλο χωριό όπου βρισκόταν μια γυναίκα που είχε γνώση πάνω σε τέτοιου είδους θέματα.Τον σταύρωσε,του διάβασε κάποια λόγια και λίγο αργότερα ο Κώστας ήταν καλύτερα.Σταδιακά το σώμα του επανήλθε στη φυσιολογική του κατάσταση.Είπαν πως αν είχε δεχθεί την πίτα θα ήταν χειρότερα..!!
Από τότε κι άλλοι άνθρωποι που είχαν όμορα κτήματα με αυτά του Κώστα ισχυρίστηκαν πως είδαν την ίδια γυναίκα, τους μίλησε και τους πρόσφερε πίτα. Κάνεις δεν έφαγε ποτέ.. Μα και κάνεις δεν ξαναπήγε να σπείρει κάτι σε εκείνα τα κτήματα που τώρα μένουν ακαλλιέργητα και τα αγριόχορτα τα έχουν πνίξει..
Οδηγοί και κυνηγοί που περνάνε από την περιοχή αναφέρουν πως βλέπουν μια γυναικά με μαντίλι χαμηλωμένο στο πρόσωπο να κρατάει ένα καλάθι και να περπατάει στην άκρη του δρόμου…Τους κάνει σήμα να σταματήσουν, καποιοι δεν σταματάνε..άλλοι ναι..και η ερώτηση της γυναίκας είναι πάντα η ίδια..”Θες ένα κομμάτι πίτα” ..
Ο θρύλος λέει ότι η γυναικά είχε ένα αγοράκι 2 ετών και ζούσε ευτυχισμένη με τον άντρα της στην γύρω περιοχή. Ένα πρωί είχε ψησει πίτα που η ίδια ζύμωσε και έπλασε και αφού το παιδί κοιμόταν, βγήκε να σκουπίσει την αυλή και να ταΐσει τα ζώα. Το αγορακι της ξύπνησε και πεινασμένο πήγε στην πίτα. Έκοψε ένα κομμάτι μα ήταν μεγάλο, δεν μπόρεσε να το καταπιεί και πνίγηκε. Όταν εκείνη μπήκε μέσα ήταν αργά. Βρήκε το μικρο να κρατάει ένα κομμάτι πίτα στα χέρια, ασάλευτο με τα μάτια ανοιχτά. Δεν το άντεξε..Το έδεσε πάνω της με μια αυτοσχέδια θήκη από σεντόνι και μετά κρεμάστηκε.. Έτσι τους βρήκε ο άντρας της όταν γύρισε και έτσι τους έθαψε. Μετά από λίγο καιρό εκείνος ξαναπαντρεύτηκε.. Εκείνη όμως δεν ησύχασε και τον ψάχνει να τον φιλέψει πίτα.. Αν δεν είναι αυτός δεν την πειράζει..αρκεί κάποιος να φάει από την πίτα της και να “γκουρλωθεί” να πνιγεί δηλαδή..έτσι θα έχει αυτή άντρα και ο γιος της πάτερα..εκεί που είναι…
“Πριν ο αλέκτωρ λαλήσει”
Αφήγηση: Καλλιόπη Ορφανού- Γιακουμή
Η παρακάτω αναφορά μας έρχεται από την Καρυδίτσα Κοζάνης…
Η πίστη των ανθρώπων στα αερικά ήταν πολύ έντονη στα χρόνια εκείνα που γέννησαν αυτό τον μύθο..Ο κόσμος φοβόταν τα στοιχειά, τις ανεράιδες και τα ξωτικά..Τις νύχτες απαγορευόταν να βγαίνουν έξω από το σπίτι,διότι μπορεί να πετύχαιναν τα στοιχειά την ώρα του δείπνου τους ή να τα ενοχλούσαν και ήταν σαν να προκαλούσαν την τύχη τους. Καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας οι χωρικοί άκουγαν παράξενους ήχους, πόρτες και παράθυρα να τρίζουν χωρίς να προκαλείται αυτό από φυσικά αίτια (άνεμος κλπ).
Άκουγαν φασαρία στις αποθήκες και στα κελάρια τους και πολλές φορές το πρωί όταν ξυπνούσαν οι νοικοκυρές βρίσκανε έτοιμο,κοσκινισμένο το αλεύρι που προοριζόταν για το ζύμωμα των ψωμιών.Λέγανε τότε πως το κοσκίνισε το στοιχειό.. Πολλοί ήταν αυτοί που μιλούσαν για συνάντηση τους με νεράιδες και αερικά,ενώ άλλοι τα βλέπανε καθημερινά στο σπίτι τους,ψηλά στα παραθύρια και όταν τα πλησίαζαν αυτά χανόντουσαν.Τις νύχτες αργά αν τύχαινε να βγούνε έξω από το σπίτι γέμιζαν σπυριά στο πρόσωπο ή παράλυαν και αυτό ενίσχυε τους φόβους τους.. και οι δοξασίες περί δαιμόνων και ξωτικών αυξάνονταν και πληθύνονταν.Η λύση για τα σπυριά ήταν το κάπνισμα τους με λουλούδια από τον επιτάφιο, ενώ για τα διάφορα “κουσούριου” τα τάματα (χρυσά ή ασημένια ομοιώματα-χέρια,πόδια κλπ), που τα πηγαίνανε στους Αγίους Αναργύρους στην πόλη της Κοζάνης για να διαβαστούν.Έτσι και “γιάτρευαν” όλα τα κακοπαθήματα,εφόσον δεν υπήρχαν εύκαιροι γιατροί.
Ένα συγκεκριμένο περιστατικό που αφορά έναν οικογενειάρχη με πολλά παιδιά, συνέβη τα χρόνια εκείνα στην Καρυδίτσα. Ένα στοιχειό, που ο ίδιος το περιέγραψε σαν μια μορφή από αέρα, έκανε αισθητή την παρουσία του κάθε βράδυ στο σπίτι του ανθρώπου αυτού και κουνούσε τις κούνιες των μωρών,τα σκέπαζε και τα ξεσκέπαζε.
Έντρομος λοιπόν ο εν λόγο κύριος, μη ξέροντας τι να κάνει, μάζευε γνώμες και ζητούσε τις συμβουλές των γεροντότερων του χωριού,αφού δεν μπορούσε να το ξεκάνει όπως έλεγε και φοβόταν για τη σωματική ακεραιότητα την δική του αλλά και των παιδιών του(μην τα πνίξει).Του είπαν τότε να φτιάξει μια μελόπιτα και να πάει καβάλα στο γαϊδούρι του σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία έξω από το χωριό,να αφήσει εκεί την μελόπιτα κατά τα μεσάνυχτα και να περιμένει χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω, ότι και να γινόταν μέχρι τη στιγμή που θα λαλούσε ο πετεινός και μετά να φύγει.Τότε ήταν η ώρα που δεν μπορούσαν να τον ακολουθήσουν τα στοιχειά…Αλλιώς τα στοιχειά θα σκότωναν και αυτόν και τους δικούς του, οργισμένα που θέλησε να τα κοροϊδέψει…Έτσι και έγινε..
Τοποθέτησε την μελόπιτα σε μια μεγάλη πέτρα γύρισε την πλάτη του και περίμενε ακίνητος. Σε λίγο ένιωσε έναν δυνατό αέρα να σηκώνετε και να τον τυλίγει. Ανακάτευε τα μαλλιά του, φούσκωνε τα ρούχα του αλλά αυτός εκεί ακίνητος. Μετά από λίγο άκουσε χαχανητά από πίσω του και δάχτυλά να τον σκουντάν για να γυρίσει, μα αυτός εκεί. Τότε μια απόκοσμη φωνή τον απείλησε πως αν δεν γυρνούσε να κοιτάξει το μικρότερο παιδί του θα πέθαινε…μα αυτός αν και έκλαιγε με τον φόβο μήπως βγει αληθινή η απειλή του ξωτικού πάλι άντεξε και δεν γύρισε. Άκουγε πίσω του τα ξωτικά να έχουν στήσει χορό γύρω από την μελόπιτα και να την τρώνε με λαιμαργία. Άκουσε μια γυναίκα να ζητά απεγνωσμένη την βοήθεια του, ένα μικρό παιδί να τον παρακαλάει να το πιάσει από το χέρι και να φύγουν να τρέξουν μακριά να σωθούν . Μα εκείνος δεν γύριζε. Τα πόδια του τον πονούσαν, τα μάτια έτσουζαν, έτρεμε ολόκληρος μα άντεχε ακόμα. Περίμενε να ακούσει επιτελούς το λυτρωτικό λάλημα του πετεινού.. Σε λίγο από τον ορίζοντα είδε το πρώτο χάραμα να προβάλει…και το λάλημα του πετεινού, ακούστηκε σαν το καλύτερη μελωδία που άκουσε πότε…Όλα με μιας ησύχασαν . Τίποτα δεν άκουγε πια..Μόνο τον πετεινό, τα πρώτα τιτιβίσματα των πουλιών που υποδέχονταν την νέα μέρα και την καρδιά του, που χτυπούσε γρήγορα και ευτυχισμένη.. Τα ειχε καταφέρει…!!!
Από τότε… απαλλάχτηκε αυτός και η οικογένεια του από την ενοχλητική παρουσία του στοιχειού..