Τα πρώτα χρόνια
Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1910 στον Πειραιά.
Η οικογένεια του ζωγράφου καταγόταν από τα Ψαρά.
Το 1927 μετακόμισαν από τον Πειραιά στην Αθήνα, αλλά ο Τσαρούχης είχε ήδη επηρεαστεί από το θέατρο Σκιών του Καραγκιόζη και τα νεοκλασικά κτίρια της περιοχής που μεγάλωσε.
Παρόλο που από έξι ετών ζωγράφιζε και σχεδίαζε κοστούμια, όταν ήταν μικρός ήθελε να γίνει ακροβάτης, γιατί του «άρεσε πολύ το ιπποδρόμιο».
Οι γονείς του από την άλλη, τον φαντάζονταν σπουδαίο δικηγόρο ή μηχανικό. Δύο χρόνια αργότερα, το 1929, παρουσίασε την πρώτη του έκθεση στο «Άσυλο Τέχνης», η οποία γνώρισε μεγάλη επιτυχία.
Οι επιρροές και τα ταξίδια του Τσαρούχη
Έπειτα από την έκθεση, φοίτησε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών έως το 1933. Ορισμένοι από τους καθηγητές του ήταν ο Κωνσταντίνος Παρθένης, ο Δημήτρης Μπισκίνης (γνωστός διακοσμητής), ο Θωμάς Θωμόπουλος (γλύπτης) και ο Γιώργος Ιακωβίδης.
Ο περίφημος αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης πρότεινε στον ζωγράφο να μαθητεύσει κοντά στον Κωνσταντίνο Παρθένη, όπως κι έγινε.
Παράλληλα με τη Σχολή Καλών Τεχνών, ο Γιάννης Τσαρούχης έπαιρνε σημαντικά μαθήματα για τη ζωή και την τέχνη, καθώς ήταν και βοηθός του Φώτη Κόντογλου. Από τον Αϊβαλιώτη ζωγράφο, ο Τσαρούχης γνώρισε την τέχνη της βυζαντινής αγιογραφίας.
Οι 4 εποχές |
Το 1936 πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι στην πρωτεύουσα της Γαλλίας, αλλά και στην Ιταλία.
Επιθυμία του ήταν να γνωρίσει τα καλλιτεχνικά ρεύματα της Αναγέννησης και του Ιμπρεσιονισμού, αλλά και να δει από κοντά έργα σπουδαίων καλλιτεχνών, όπως ήταν ο Ματίς.
Προτού εγκατασταθεί μόνιμα στο Παρίσι το 1967, ταξίδεψε εκεί τουλάχιστον άλλες δύο φορές. Η μία για να να αναπνεύσει καλύτερα από την καλλιτεχνική και πολιτική ασφυξία της χούντας και η άλλη για να ακολουθήσει μια θεραπεία η αδελφή του.
Πέρα από τη ζωγραφική, ο Γιάννης Τσαρούχης, ήδη από το 1928, είχε ασχοληθεί ενεργά και με το θέατρο. Μάλιστα, τα κοστούμια και τα σκηνικά για την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου Πριγκίπισσα Μαλένα, τα είχε επιμεληθεί ο ίδιος. Ακολούθησαν συνεργασίες με την Έλλη Παπαδημητρίου και τον Κάρολο Κουν, όπου μαζί και με τον Διονύση Δεβάρη ίδρυσαν το 1934 τη Λαϊκή Σκηνή.
Το 1977 ανέβασε τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη.
Το έργο του Γιάννη Τσαρούχη
Ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας του ζωγράφου φαίνεται και στο έργο του.
Η Ελλάδα και το Βυζάντιο είναι πάντα εμφανή στις δημιουργίες του.
Μαγεμένος από τη βυζαντινή τέχνη, συνεργαζόταν συχνά με τον Κόντογλου.
Δεν παρέλειψε όμως και να σκηνογραφεί αρχαιοελληνικές τραγωδίες.
Στους πίνακές του φαίνεται το μεγαλείο της ελληνικής παράδοσης, της ελληνικής λαογραφίας, αλλά και στοιχεία από την περιοχή που μεγάλωσε, τον Πειραιά. Πάντα προσπαθούσε να μάθει νέα πράγματα και τεχνικές.
Ο ίδιος για το έργο του έχει πει:
«Δύο είναι οι βασικές αναζητήσεις μου παρ΄όλες τις χίλιες διαφορές που παρουσιάζουν τα έργα μου μεταξύ τους. Η μία είναι νεοκλασική και προσπαθεί να αφομοιώσει το αρχαίο κλασικό ιδεώδες, όπως το εξέφρασε το Μπαρόκ και η Αναγέννηση. Η άλλη μου τάση είναι να εκφράσω όλες μου τις αντιρρήσεις για το ίδιο το ιδανικό μου».
Οι ναύτες |
Αξίζει να σημειωθεί πως ο ζωγράφος ασχολήθηκε με το ζήτημα του ομοφυλοφιλικού έρωτα, που εμφανιζόταν κάπως συγκεκαλυμμένο σε ορισμένα έργα του. Αν και η εποχή ήταν πιο συντηρητική από σήμερα, ο Τσαρούχης και η θεματολογία του αντιμετωπίστηκαν με σεβασμό.
Το 1956, ήταν υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχαϊμ, ενώ μεταξύ των πολλών εκθέσεων που πραγματοποίησε, πήρε μέρος και στη Μπιενάλε της Βενετίας το 1958.
Το 1981 ίδρυσε το Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη κι έναν χρόνο αργότερα, το 1982, εγκαινιάστηκε το Μουσείο Γιάννη Τσαρούχη στο Μαρούσι, με σκοπό την προβολή και τη μελέτη του έργου του.
Πέθανε στις 20 Ιουλίου του 1989, σε ηλικία 79 ετών.
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το ανέβασμα της θεατρικής παράστασης, «Ορέστης» του Ευριπίδη, που είχε αναλάβει.
Ο Γιάννης Τσαρούχης έμεινε στην ιστορία ως ο σύγχρονος Έλληνας καλλιτέχνης που έκανε γνωστή τη λαϊκή παράδοση και τη βυζαντινή τέχνη πέρα από τα ελληνικά σύνορα, με τη βοήθεια του Ιόλα, που τον ενέπνευσε να ζωγραφίσει νεοκλασικά κτίρια και ναύτες.
Υπήρξε μία ανήσυχη προσωπικότητα που ποτέ δεν έπαψε να εργάζεται και να ασχολείται με την ουσία της ζωγραφικής τέχνης.
Ναύτης που διαβάζει, ένα από τα πιο γνωστά μοτίβα του Γιάννη Τσαρούχη στους πίνακές του |
Η «Παναγιά της Νίκης». Η διάσημη εικόνα που ζωγράφισε ο Γιάννης Τσαρούχης μετά το όραμα ενός στρατιώτη στο μέτωπο. Τι απέγινε το εκκλησάκι που χτίστηκε στο σημείο με έρανο του στρατεύματος…
Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου δεν ήταν λίγοι οι στρατιώτες που ανέφεραν ότι σε δύσκολες στιγμές στο μέτωπο, αναζήτησαν στήριγμα στο θεό και προσευχήθηκαν στην Παναγία για να τους προστατεύσει.
Κάποιοι από αυτούς που βρέθηκαν σε μεγάλη δοκιμασία, ανέφεραν ότι είχαν δει ακόμα και οράματα με την μορφή της Παναγίας. Η διήγησή τους εκείνες τις δύσκολες ώρες του πολέμου, διαδόθηκαν σαν αστραπή μέσα στο στράτευμα. Μία τέτοια αναφορά έγινε η αφορμή για να εμπνευστεί και να ζωγραφίσει ο Γιάννης Τσαρούχης την περίφημη «Παναγία της Νίκης».
Η ιστορία του εικονίσματος ξεκίνησε όταν ένας στρατιώτης έγραψε αναφορά στο στρατηγό Κατσιμήτρο για το όραμά του.
Ο ανθυπασπιστής Νίκος Γκάτζαρος είχε βγει για ένα περίπατο και περιγράφει την ασυνήθιστη εικόνα που αντίκρισε:
«ο αήρ είχε πάψει να φυσά, ο ουρανός ήταν αστεροειδής και κατά την επιστροφή, ούτε 10 βήματα δεν είχε κάνει, του εμφανίζεται και του κόβει το δρόμο μια γυμνή μαυροφόρα, έχουσα σεμνή την εμφάνισή της».
Το πρόσωπο της διακρινόταν στο ημίφως.
Εκείνος αιφνιδιάστηκε από το θέαμα και έπεσε στα γόνατα στο έδαφος.
Πήγε να την ασπαστεί, ενώ τα μάτια του ήταν συγκινημένα, τα πόδια και τα χέρια του έτρεμαν.
Τότε άκουσε φωνές:
«Είμαι η Παναγία. Μη φόβισε παιδί μου. Εγώ ενεμφανίσθη να σου είπω τρεις λόγους. Τους οποίους να μη λησμονήσεις».
Του είπε ότι πρώτον η Ελλάδα θα βγει νικηφόρα από τον πόλεμο, δεύτερον ότι ο πόλεμος κηρύχθηκε εναντίον της Ελλάδος για να γνωρίσει ο κόσμος ότι αφορμή είναι η απομάκρυνσή του από την χριστιανική θρησκεία και τρίτον ότι το δίκαιο πάντα υπερισχύει της βίας.
Ο Κατσιμήτρος μόλις έμαθε για την αναφορά του στρατιώτη έδωσε εντολή να βρεθεί ζωγράφος |
Ο Τσαρούχης ζωγράφισε την εικόνα
Αρχικά ο ανθυπασπιστής ανέφερε ότι πέρασε την παρουσία για κάποια Αλβανή κατάσκοπο και ύψωσε το ρεβόλβερ του για να την πυροβολήσει, όμως τότε η γυναίκα ύψωσε την παλάμη της και του είπε:
«Μη χτυπάς, έχω να σου πω κάτι: τη Λαμπρή θα είσαστε σπίτι σας».
Ο στρατιώτης κατευθύνθηκε προς τη σκηνή του, το αναφέρει στον στρατηγό Κατσιμήτρο και ο ανθυπασπιστής Νίκος Γκάτζαρος διέταξε αμέσως να γίνει έρανος γιατί θεώρησε ότι στο σημείο που εμφανίστηκε η Παναγία της θα πρέπει να γίνει μικρός ναός.
Η ιστορία του στρατιώτη διαδόθηκε γρήγορα στο στράτευμα.
Ένας λοχαγός φώναξε κάποιον φαντάρο που ήξερε να ζωγραφίζει.
Ήθελε μια εικόνα που θα κοσμούσε το εκκλησάκι που θα χτιζόταν στο Γκολέμι. Εκεί, δηλαδή που ο ανθυπασπιστής ανέφερε, ότι είχε δει την Παναγία.
Ο στρατιώτης που ζωγράφισε την εικόνα, ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος στρατεύθηκε το 1939 και υπηρέτησε στο Κούτσι, στην Αλβανία.
«Μπογιές είχε μαζί του ο λοχαγός μου, ο μακαρίτης Γεωργόπουλος, με την ελπίδα ότι θα μπορέσω να κάνω σκηνές από μάχες. Αυτές οι μπογιές εχρησίμευσαν στην αρχή του πολέμου για να καμουφλαριστούν τα νίκελ του αυτοκινήτου του διοικητού»
αφηγήθηκε ο Τσαρούχης στο βιβλίο «Μαρτυρίες ’40-’41» του Κ. Χατζηπατέρα.
Καμβά για να ζωγραφίσει δεν είχε και έψαχνε να βρει απεγνωσμένα.
Σε γράμμα του, μαρτυρεί ο ίδιος, βρήκε ένα καπάκι από ένα κιβώτιο ρέγκας, το οποίο μύριζε έντονα.
Πάνω σε αυτό ζωγράφισε την περίφημη «Παναγιά της Νίκης».
Ως πρότυπο είχε μια κακοζωγραφισμένη Παναγία που κυκλοφορούσε σε δελτάρια.
Η εικόνα παρίστανε την Παναγία με το Χριστό και στο κάτω μέρος τα θαύματά της.
Αριστερά έδειχνε τον ανθυπασπιστή που πάει να πυροβολήσει την Παναγία και δεξιά τους στρατιώτες που χτίζουν το εκκλησάκι.
Επειδή ο λοχαγός έμενε μακριά από το σημείο που ο Τσαρούχης ζωγράφισε την εικόνα έστειλε ένα μοτοσικλετιστή για να τον παραλάβει και να πάρει την εικόνα. Το έργο είχε ήδη αποκτήσει φήμη θαυματουργής εικόνας.
Η μαρτυρία του Τσαρούχη:
«Καθώς πηγαίναμε προς τον διοικητή, έφραξαν σχεδόν τον δρόμο Έλληνες στρατιώτες από την Άρτα, που είχαν στρατοπεδεύσει εκεί κι είχαν πληροφορηθεί για την ύπαρξη της εικόνας. Ήδη το ταπεινό μου έργο, που δεν είχε στεγνώσει ακόμα, είχε αποκτήσει την φήμη θαυματουργής εικόνας και οι στρατιώτες οι Αρτινοί, σε έξαλλη θρησκευτική έκσταση, απαιτούσαν η θαυματουργή εικόνα να μείνει ένα βράδυ τουλάχιστον στην κατασκήνωσή τους. Άκουγες φωνές, από παντού. Όλοι οι στρατιώτες φωνάζανε: «Η Παρθένα, η Παρθένα. Να την αφήσετε μια βραδιά». Εκείνη την ώρα βάρεσε συναγερμός, δηλαδή ένας στρατιώτης με μια σάλπιγγα τυλιγμένη με ιμάντες από γκέτες από χακί ύφασμα εσάλπισε. Εγώ και ο μοτοσυκλετιστής πέσαμε μπρούμυτα σύμφωνα με τις διαταγές που είχαμε. Κανένας Αρτινός δεν έκανε το ίδιο. «Βρε συνάδελφε», μου είπε ένας, «βαστάς την Παρθένα και φοβάσαι;»
Το συνολικό ποσό που συγκεντρώθηκε από τον έρανο υπολογίστηκε γύρω στις 800 χιλιάδες δραχμές, ένα τεράστιο ποσό αν λάβει κανείς υπόψιν τα οικονομικά δεδομένα των στρατιωτών του μετώπου.
Η εκκλησία χτίστηκε στο Γκολεμί, στο σημείο που ο στρατιώτης είδε το όραμα με την Παναγία, η οποία όπως έχουν καταθέσει μάρτυρες καταστράφηκε επί Χότζα. H αρχική φωτογραφία επιχρωματίστηκε από τον Χρήστο Καπλάνη και δημοσιεύτηκε στη σελίδα Past in Color.
Χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες από την βιογραφία του Τσαρούχη «ΜΑΤΗΝ ΩΝΕΙΔΙΣΑΝ ΤΗΝ ΨΥΧΗΝ ΜΟΥ», Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ.
Επιμέλεια άρθρου: Καλλιόπη Γιακουμή
Πηγή Μηχανή του χρόνου