Ο Άντον γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου του 1860.
Ο πατέρας του Άντον Τσέχωφ ήταν ένας αυστηρός καταστηματάρχης, με καλλιτεχνικές ανησυχίες.
Έπαιζε μανιωδώς βιολί και ονειρευόταν μια καριέρα στη μουσική, η οποία δυστυχώς έμεινε όνειρο. Εμφύσησε όμως την καλλιτεχνική ευαισθησία στους γιους του, οι οποίοι ασχολήθηκαν με τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική, ίσως και για να ξεφύγουν από τον αυταρχικό τους πατέρα.
Ο Άντον Τσέχωφ, ήταν πιο πρακτικός από τα αδέρφια του ή μάλλον αναγκάστηκε να γίνει. Ανέλαβε να συντηρήσει την οικογένειά του, όταν το κατάστημα του πατέρα του χρεοκόπησε και η οικογένεια μετακόμισε στη Μόσχα για να αποφύγει τους δανειστές. Δεν απέφυγε όμως τη φτώχεια.
Ο Τσέχωφ σπούδαζε Ιατρική και παράλληλα έγραφε σύντομες κωμικές ιστορίες για διάφορα περιοδικά. Ό,τι χρήματα έβγαζε, πήγαιναν κατευθείαν στους γονείς του.
Το χιούμορ έγινε αργότερα πικρό και σε κάποια διηγήματά του καταγγελτικό της αγριότητας του καθεστώτος του τσάρου Αλέξανδρου Γ’, ο οποίος διαδέχθηκε τον πατέρα του Αλέξανδρο Β’ που δολοφονήθηκε από τους ναρόντνικους το 1881. Ακόμα και στα πρώτα του έργα διακρίνουμε τη μοναδικότητα της ζωής σε κάθε της έκφανση, όχι μόνον σε ό,τι αφορά τα μεγάλα γεγονότα αλλά και τα απλά, τα καθημερινά, τα «άνευ σημασίας». Η ειρωνεία, η λοξή ματιά, ακόμη και η τεχνική του σε γενικές γραμμές μοιάζει να έχει οριστεί εξαρχής. Η ποιητικότητα των κειμένων του Τσέχωφ υφίσταται χωρίς ποιητικές αναφορές ενώ όλα καταλήγουν σε ένα χαμόγελο-μορφασμό για τις αμφιβολίες που σφραγίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Και ενώ στα έργα τους έχει κάποιος την αίσθηση ότι συμβαίνουν ελάχιστα συνοψίζεται αυτό που θεωρούσε σκοπό της λογοτεχνίας. «Σκοπός της λογοτεχνίας είναι η απόλυτη, η τίμια αλήθεια», έλεγε ο Τσέχωφ και με αυτή την πεποίθηση κατάφερε να συμπεριλάβει την ανθρώπινη ψυχή.
Το πρώτο ψευδώνυμο που χρησιμοποίησε ήταν «Αντόσια Τσεχοντέ». Το 1884 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο διηγημάτων, Τα παραμύθια της Μελπομένης και το 1885 τις Φανταχτερές Ιστορίες. Παράλληλα με το επάγγελμα του ιατρού, αναπτύσσει μεγάλη και σημαντική συγγραφική δραστηριότητα. Το 1886 γράφει το πρώτο του μονόπρακτο με τίτλο Κύκνειο άσμα. Το 1887 ανεβαίνει στη σκηνή του Θεάτρου Κορς στη Μόσχα το έργο του Ιβάνοφ, το οποίο δέχεται αντικρουόμενες κριτικές. Γεγονός που τον οδήγησε να μη δώσει ποτέ σε επαγγελματικό θίασο το δεύτερο θεατρικό του έργο το Δαίμονας του δάσους (πρώτη μορφή του έργου Θείος Βάνιας). Το 1888 του απονέμεται το Βραβείο Πούσκιν. Το 1891 ταξιδεύει στην Ευρώπη. Επιστρέφοντας στη Ρωσία εργάζεται εντατικά ως γιατρός για την καταπολέμηση της χολέρας. Εγκαθίσταται στο Μελίχοβο της Ουκρανίας, όπου ως γιατρός εξυπηρετεί 26 χωριά και 7 εργοστάσια. Προηγουμένως, έχει επισκεφτεί τη νήσο Σαχαλίνη, μελετώντας τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των καταδίκων. Το 1894 πραγματοποιεί το δεύτερο ταξίδι του στο εξωτερικό.
Οι δύο αδερφοί του προσπαθούσαν να ορθοποδήσουν στη λογοτεχνία και τη ζωγραφική αντίστοιχα, αλλά δεν τα κατάφερναν, παρότι ταλαντούχοι. Ο Άντον όμως ξεχώρισε.
Οι ιστορίες του είχαν μεγάλη απήχηση, το όνομά του άρχισε να διαδίδεται. Ακόμη και ο διάσημος λογοτέχνης, Ντμίτρι Γκριγκόροβιτς, εκθείασε το ταλέντο του, προκαλώντας περιέργεια και σε άλλους να διαβάσουν τα έργα του. Τον συμβούλευσε μάλιστα να σεβαστεί τις σπάνιες ικανότητές του και ο νεαρός Τσέχωφ απάντησε ότι μέχρι τότε, πράγματι δεν είχε πάρει ποτέ στα σοβαρά τη συγγραφή, θεωρώντας τη, μόνο μία ευχάριστη ασχολία.
Ήταν ένας γιατρός που έβγαζε ελάχιστα χρήματα από το ιατρείο του, καθώς δεν δεχόταν να τον πληρώσουν οι πιο φτωχοί ασθενείς του, οι οποίοι ήταν όμως και οι περισσότεροι.
Η φιλανθρωπική δράση του Τσέχωφ δεν σταμάτησε εκεί.
Το 1890 ταξίδεψε στο νησί Σαχαλίνη, βόρεια της Ιαπωνίας, όπου έμεινε για δύο χρόνια με τους χιλιάδες κατάδικους που ήταν φυλακισμένοι στο νησί. Τρία χρόνια αργότερα, εκδόθηκε η έρευνά του, ένα επιστημονικό έργο που τόνιζε την ανάγκη για να βελτιωθούν άμεσα οι συνθήκες υγιεινής και διαβίωσης των φυλακισμένων. Σήμερα ακούγεται αυτονόητο, στην εποχή του όμως, ήταν ένα καινοτόμο αίτημα.
Το 1892, αφού επέστρεψε απ’ τη Σαχαλίνη, τα οικονομικά του βελτιώθηκαν και αγόρασε ένα σπίτι στην εξοχή, όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του. Έλεγε:
«Αν είμαι γιατρός, χρειάζομαι ασθενείς. Έτσι, αν είμαι συγγραφέας, πρέπει να ζω μαζί με άλλους ανθρώπους, όχι σε έναν δρόμο της Μόσχας».
Αστειευόταν ότι του άρεσε να παριστάνει τον λόρδο και φρόντιζε τις ανάγκες των φτωχότερων χωρικών.
Με χρήματα που μάζεψε από εράνους και δωρεές, έχτισε σχολεία, νοσοκομεία και πυροσβεστικό σταθμό, ενώ επέβλεπε δεκάδες ασθενείς όταν ξέσπασε επιδημία χολέρας.
Παρά τις εξαντλητικές ώρες απασχόλησης, ο Τσέχωφ έγραψε πολλά από τα αριστουργήματά του εκείνη την περίοδο.
Η επαφή με τους χωρικούς τον ενέπνεε και το 1894 άρχισε να γράφει το «Γλάρο».
Στις 21 Οκτωβρίου 1895 ο Τσέχωφ ανακοίνωνε με χαρά στον στενό του φίλο και εκδότη Αλεξέι Σουβόριν – τουλάχιστον 300 επιστολές αντάλλαξαν συνολικά μεταξύ τους:
«Σκεφθείτε, γράφω ένα θεατρικό έργο! Δεν θα το έχω ίσως τελειώσει πριν από το τέλος Νοεμβρίου. Γράφω με ευχαρίστηση, παρ’ όλο που παραβαίνω ασύστολα τις σκηνικές συμβάσεις. Είναι κωμωδία και έχει τρεις γυναικείους ρόλους, έξι αντρικούς, τέσσερις πράξεις, ένα τοπίο (θέα σε μια λίμνη), πολλές λογοτεχνικές συζητήσεις, λίγη δράση και πέντε καντάρια έρωτα».
Λίγες εβδομάδες αργότερα, όπως γράφει ο Ανρί Τρουαγιά στη βιογραφία του Τσέχωφ, έδινε στο έργο τον τίτλο «Ο Γλάρος».
«Το τελείωσα… Δεν είναι τίποτε ιδιαίτερο. Θα έλεγα τελικά πως είμαι μέτριος δραματουργός»,
έγραφε στη συγγραφέα Έλενα Σαβρόβα.
Δύο χρόνια αργότερα το 1896, το έργο ανέβηκε στο θέατρο Αλεξαντρίνσκι της Αγίας Πετρούπολης, ήταν μια τραγική αποτυχία..
Ο κόσμος δεν κατάλαβε το πρωτοποριακό στήσιμο του θεατρικού και οι ηθοποιοί ξεχνούσαν συνεχώς τα λόγια τους. Παρ’ όλα αυτά, ο Τσέχωφ δεν το έβαλε κάτω και η παράσταση ανέβηκε ξανά, αυτή τη φορά στο θέατρο Τέχνης της Μόσχας, σε σκηνοθεσία του Κονσταντίν Στανισλάφσκι, η τεχνική του οποίου απογείωσε το έργο.
Δύο χρόνια μετά ο Στανισλάφσκι σκηνοθετεί τον «Γλάρο» στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας. Στον ρόλο της Αρκάντινα η Όλγα Κνίπερ. Η παράσταση θριαμβεύει και από τότε έως σήμερα «Ο Γλάρος» αποτελεί σταθερή επιλογή των θεάτρων όλου του κόσμου.
Το 1899 παρουσιάζεται στο κοινό της Μόσχας από το Θέατρο Τέχνης, με πολύ μεγάλη επιτυχία, «ο Θείος Βάνιας». Η συνεργασία του Τσέχωφ με το Θέατρο Τέχνης και τον Στανισλάφσκι στάθηκε καθοριστική στη διαμόρφωση της δραματουργίας του. Το 1900, ο Τσέχωφ γίνεται μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας και το 1901 παντρεύεται την ηθοποιό Όλγα Κνίπερ. Την ίδια χρονιά ανεβαίνουν στη Μόσχα «Οι τρεις αδελφές», πάλι από το Θέατρο Τέχνης.
Ο Τσέχωφ δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ και η υγεία του κλονίστηκε.
Έπασχε από φυματίωση και οι γιατροί του σύστησαν να μετακομίσει σε πιο εύκρατο κλίμα, γιατί το κρύο της Μόσχας χειροτέρευε την κατάστασή του.
Εγκαταστάθηκε στη Γιάλτα, όπου ζούσε ήρεμα με τη μητέρα και την αδερφή του. Ένιωθε όμως φυλακισμένος και αποκαλούσε το σπίτι «ζεστή Σιβηρία».
Ανυπομονούσε να επιστρέψει στη Μόσχα, στο θέατρο και στην ηθοποιό Όλγα Κνίπερ, που είχε αφήσει πίσω. Όταν την είχε δει πρώτη φορά στη σκηνή, έγραψε: «Αν έμενα στη Μόσχα, θα την είχα σίγουρα ερωτευτεί».
Τα λόγια του αποδείχτηκαν προφητικά καθώς το 1901 παντρεύτηκαν.
Δεν ειδοποίησαν σχεδόν κανέναν πριν παντρευτούν, γιατί ο Τσέχωφ απεχθανόταν τις συγκεντρώσεις και τα σχόλια των συγγενών.
Είχε ζητήσει απ’ την Όλγα να κρατήσει κρυφό τον αρραβώνα τους και έτσι έγινε.
Ζούσαν χωριστά, ο Τσέχωφ στη Γιάλτα και η Όλγα στη Μόσχα, όπου συνέχισε να ασχολείται επαγγελματικά με το θέατρο.
Η απόσταση ταίριαζε στον συγγραφέα, που είχε γράψει σε φίλο του:
«Υπόσχομαι να είμαι ένας εξαιρετικός σύζυγος, αλλά δώσε μου μια σύζυγο που, σαν το φεγγάρι, δεν θα εμφανίζεται στον ουρανό μου κάθε βράδυ».
Την άνοιξη του 1904, ο Τσέχωφ αρρώστησε βαριά, ενώ ταξίδευε στο Badenweiler της Γερμανίας.
Μέρα με τη μέρα, η κατάσταση χειροτέρευε και όλα έδειχναν πως δεν θα ανάρρωνε.
Η σύζυγός του, Όλγα, περιέγραψε τις τελευταίες στιγμές του το βράδυ της 15ης Ιουλίου 1904:
«Ξύπνησε και δεν μπορούσε να αναπνεύσει κανονικά. Ο γιατρός μου είπε να του δώσω ένα ποτήρι σαμπάνια. Ο Τσέχωφ ήπιε μια γουλιά και είπε στα γερμανικά: «Πεθαίνω». Και χαμογέλασε. Γλυκά, όπως πάντα. Και είπε ότι δεν είχε πιει σαμπάνια για πολλά χρόνια. Τελείωσε το ποτό του, γύρισε πλευρό και πέθανε».
Η σορός του μεταφέρεται σ’ ένα βαγόνι με στρείδια. Από λάθος οι παριστάμενοι ακολουθούν έναν άλλο νεκρό στρατιωτικό με τη συνοδεία μπάντας. Θάφτηκε στο κοιμητήριο Νοβοντέβιτσι και πάνω από τον τάφο του γέρνουν τα κλαριά μιας κερασιάς…Αξίζει να επισημάνουμε εδώ πως ο πραγματικός τίτλος του “Βυσσινόκηπου” είναι “Ο Κήπος Με Τις Κερασιές“…
Γίνετε μέλος της ομάδας μας “Βιβλίων Ορίζοντες” στο facebook πατώντας το παρακάτω σύνδεσμο
Επιμέλεια κειμένου: Καλλιόπη Γιακουμή
Πηγή Wikipedia